Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ορεινοί αγώνες. 6.




 Rodopi Challenge 50M                                                


                                                                           Η καρδιά του σκότους


Το πανό του Rodopi Challenge 50M κατεβαίνει. Ο Σαράντης κι ο Παναγιώτης φορτώνουν το αυτοκίνητο. Ο Ηλίας μαζεύει τα απομεινάρια της ολιγομελούς αθλητικής γιορτής. Οι  συμμετέχοντες και οι συνοδοί τους έχουν ήδη αποχωρίσει.
Είμαι από τους τελευταίους που απομένω, μαζί με τη μικρή μου παρέα. Έχω συνδυάσει το μέρος με κόσμο κι έτσι, τώρα, μου φαίνεται παράξενα γαλήνιο. Επίσης, είμαι όσο ικανοποιημένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Έχω τελειώσει τον τελευταίο και δυσκολότερο αγώνα ενός μπαράζ διαρκείας. Η συζήτηση με τον Χρήστο, στο ξύλινο τραπέζι, κάτω από τη δροσιά των δέντρων και του τονωτικού καφέ, είναι ό,τι το καλύτερο αυτήν τη στιγμή.
Ο Χρήστος αναπτύσσει το σκεπτικό των advendurerun αγώνων. Κρίμα που δεν  ακούνε κι άλλοι, θ' άξιζε να διαδοθεί ένας τέτοιος λόγος. Σπανίζει η ποιότητα του. Κάποιο είδος ανθρώπου κινεί τη γη, ενόσω όλα τα υπόλοιπα περιφέρονται παράλληλα. Μ' ευχαριστεί ν' ακούω πως τα κείμενά μου εμπνέουν κάποιους, αλλά η αλήθεια είναι πως κι εμένα με εμπνέουν κάποιοι. Ο Χρήστος είναι ένας από αυτούς.
Ο αγώνας των 50 μιλίων ήταν έξω από τον προγραμματισμό μου. Ξέφευγε σε δυσκολία κι ακολουθούσε 3 κατά σειρά αγώνες, που όσο χαλαρά κι αν τους πας δεν αποφεύγεις την κούραση. Αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζω πια τους αγώνες δεν έχει να κάνει με χιλιόμετρα και υψομετρικές, αρκεί βέβαια αυτά να βρίσκονται μέσα στην εμβέλειά μου. Έχει να κάνει με μια επιθυμία ζωής, που κατά κάποιο τρόπο βρήκα τον τρόπο να την ζω έντονα σ' αυτό το άθλημα. Μιας ζωής που επεκτείνει την καθιερωμένη. Που την τραβά στ' άκρα της και της δίνει διάσταση ονείρου. Που αυτονομείται και γεννιέται από τα δικά της πάθη, το δικό της αυθορμητισμό. Που εμφανίζει στοιχεία του χαρακτήρα μου που δεν ήξερα, ούτε θα μάθαινα ποτέ ότι έχω. 
Στον αγώνα αυτόν με έφεραν αγαπητά ονόματα γνωστών και φίλων από τον κόσμο του τρεξίματος. Το τρέξιμο προσφέρεται για γνωριμίες, αρκεί να είσαι ανοιχτός και δεκτικός σ' αυτές. Εντάξει, υπάρχουν δρομείς που δεν θα ήθελα να σταθώ πλάι τους ούτε λεπτό, αλλά με χαρά διαπιστώνω πως τα ποσοστά αξιόλογων ανθρώπων στους αγώνες βουνού είναι πολύ μεγαλύτερα απ' όσο υπολόγιζα. Είναι καλό να μην αισθάνεσαι μόνος.
Είναι 5 τα χαράματα. Σκοτάδι ακόμα.  Κι ο αγώνας ξεκινά, όπως μελωδεί το αφιερωμένο σ’ αυτόν τραγούδι. Τα κουδούνια ηχούν και κάνουν την ατμόσφαιρα πανηγυρική. Ο πρώτος κι ο τελευταίος ήχος του αγώνα, σκέφτομαι. Μόνο που μεσολαβεί πολύ ενδιαμέσως. Μια ζωή ολόκληρη θα συμπυκνωθεί στη διάρκεια μιας μέρας.
Ξεκινώ τελευταίος, ως συνήθως. Παρέα μου, η ‘σκούπα’. Ο Παναγιώτης μ' αναγνωρίζει, χρόνια πριν, πιτσιρικάς τότε, συμμετείχε σε μια σχολή ορειβασίας του συλλόγου μου. Αδύνατον να τον θυμηθώ, αλλά θα τον θυμάμαι στο εξής. Σ' αυτά τα πρώτα χιλιόμετρα ανακαλύπτω ένα σπουδαίο αθλητή, μια διακριτική προσωπικότητα, ένα φιλοσοφημένο χαρακτήρα. (Γιατί μετέχω τόσο τακτικά σε αγώνες, ε;) Μετά χωρίζουμε, υπάρχουν συναθλητές που μένουν πιο πίσω από μένα. Θα τον ξανασυναντήσω κατά τη επιστροφή μου, μετά το 41χλμ, να  συνοδεύει έναν αθλητή που αντιμετωπίζει πρόβλημα τραυματισμού.
Ο Κώστας κι ο Δημήτρης πάνε παρέα. Δείχνουν να το διασκεδάζουν. Γρήγορος μου φαίνεται ο ρυθμός τους, μένω πίσω. Αλλά, μετά, κάπου τους προσπερνώ. Μετά, κάπου, με προσπερνούν.  Μετά τους ξαναπροσπερνώ. Γιατί να πηγαίνουμε χώρια ενώ είμαστε τόσο κοντά; σκέφτομαι και τους περιμένω. Συνεχίζουμε μαζί. Μετά βαριέμαι το ρυθμό τους και τους προσπερνώ. Μετά, κάπου, με ξαναπροσπερνούν. Έτσι θα τη βγάλουμε μέχρι το τέλος μου φαίνεται.
Αν υπάρχει κάτι που έχω περισσότερη περιέργεια να διαπιστώσω είναι να δω το πως θα ανταπεξέλθει ο Κώστας. Ο αγώνας αποτελεί την υπέρτατη δοκιμασία γι' αυτόν. Ξεκινά με καλά εφόδια. Με κέφι,  αποφασιστικότητα, έναν καλό φίλο, τον Δημήτρη, για να του δίνει το ρυθμό. Νομίζω πως όποιο άγχος υπάρχει πριν, εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια του αγώνα, και οι όποιοι δισταγμοί κι αμφιβολίες που εξέφρασε τις προηγούμενες μέρες έχουν υποχωρήσει απέναντι σε πρακτικά ζητήματα.
Ο Κώστας, ο Λαμπρινός κι ο Γρηγόρης είναι οι 3 επιπλέον λόγοι που μ’ έφεραν εδώ. Παρότρυνση, ενθάρρυνση, καλά θα περάσουμε, θα δεις. Σωστά, με τέτοια παρέα, πως να λείπεις. Παρέα, τρόπος του λέγειν, αφού είμαστε διασκορπισμένοι σε μια έκταση πολλών βουνίσιων χιλιομέτρων. Αλλά οι σκέψεις μας δεν είναι ανάλογα απόμακρες. Τους σκέφτομαι και νομίζω πως με σκέφτονται κι αυτοί.
Είμαι κακός στο να υπολογίζω, πόσο μάλλον υπό καθεστώς ταλαιπωρίας. Κάποια στιγμή φοβάμαι πως τα πάω χάλια, πως δεν μου βγαίνει ο χρόνος, αλλά ο Χρήστος εμφανίζεται στο πουθενά και με βεβαιώνει για το αντίθετο. Διακτινίστηκε πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος στη διάρκεια του αγώνα, τον συναντούσα σ' αναπάντεχα σημεία σαν καλό όραμα. Αν οι συμμετέχοντες ζούμε κάτι μια φορά, αυτός το ζει μια για τον καθένα μας, κι αυτό ίσως είναι η καλύτερη ανταμοιβή για όσα μας προσφέρει.
Ατέλειωτη κατηφόρα στην Οξιά. Πως είναι δυνατόν να την ανεβούμε στην επιστροφή, το σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Τρελαίνομαι κι από τη ζέστη. Και που στο καλό βρίσκονται οι πρώτοι; Αφού πλησιάζω στα μισά έπρεπε ήδη να έχουν φανεί Συνήθως, όταν βρίσκομαι στη μέση ενός αγώνα οι πρώτοι τερματίζουν. Τόσο καλά τα πηγαίνω, τελικά; Δεν νομίζω.
Εμφανίζονται κάποτε. Κι ο Γρηγόρης ανάμεσα στους πρώτους! Πρωτοφανής απόδοση. Έχει ξεφύγει αυτό το παιδί. Σαν να θυμάμαι, στον Φαέθοντα ήμασταν, κάτι μουρμούριζε για μια δίαιτα που δοκιμάζει. Δεν έδωσα σημασία τότε, αλλά μετά από αυτό θα τον ανακρίνω στην πρώτη ευκαιρία. Ελπίζω να μιλήσει, δεν μ' αρέσει να βασανίζω φίλους.
Ευτύχημα που μετέχει κι ο Λάζαρος στον αγώνα και διαπιστώνει το θερμοκρασιακό μας χάλι. Τον συναντώ, όπως επιστρέφει, και μου ανακοινώνει πως λόγω ζέστης δίνει παράταση 30 λεπτά για τα μισά, κι άλλα τόσα θα δώσει η Ηλίας μέχρι το τέλος. 19 ώρες το τελικό όριο. Όχι, βέβαια, πως αφορά εμένα, θεωρεί, αλλά εγώ θεωρώ διαφορετικά. Μπορεί να τα κατάφερα μέχρι τη μέση, αλλά το να επιστρέψω, με τόση ζέστη, και με διπλή ανηφόρα, δεν το προβλέπω εμπρόθεσμο. Δέχομαι ευχαρίστως τη χρονική δωρεά, κι αναπτερώνομαι, αν αυτό το ρήμα είναι δόκιμο για κάποιον που σέρνεται στην καυτή άσφαλτο της Ζαρκαδιάς.
Στη Ζαρκαδιά, ο Λαμπρινός κι ο Ηλίας, σκεφτικοί. Ο Λαμπρινός αντιμετωπίζει πρόβλημα στο πόδι. Μου δείχνει το σημείο και ρωτά αν έχω άποψη. Ωχ! Έχω. Ήταν ο τελευταίος μου τραυματισμός. Με ταλαιπώρησε αρκετά. Ύπουλο πράγμα, το φοβήθηκα γιατί το κουβαλούσα καιρό. Λαγοκνημιαία. Η σύνεση επιβάλλει να τα παρατήσει, αλλιώς θα πάθει ζημιά, όπως έπαθα κι εγώ που δεν τα παράτησα όταν πρωτοεμφανίστηκε το πρόβλημα. Εύκολο το να είσαι συνετός με τους άλλους. Αποφασίζει να συνεχίσει. Τους βλέπω να ξεκινούν κι εύχομαι να πάνε όλα καλά, αν κι έχω κακό προαίσθημα.
Αρκετή ώρα καθυστέρηση στη Ζαρκαδιά, η μανέστρα και τα σουτζουκάκια της Δήμητρας ανεκτίμητα. Φτάνει κι ο Κώστας με τον Δημήτρη. Στην τελευταία αλλαγή πέρασα εγώ φαίνεται. Κοιτάζω το ρολόι, πολύ την άραξα. Πρέπει να φεύγω. Κι αυτοί πρέπει να φεύγουν, αλλά δεν βλέπω βιασύνη. Μήπως θεωρούν πως δεν τους βγαίνει και το σκέφτονται; Δεν  θέλω να επέμβω στις συζητήσεις τους. Χαιρετώ κι αναχωρώ. Ο αγώνας επιφυλάσσει πολλά ακόμα.
Σκέφτομαι όλους αυτούς τους συναθλητές μου, κι αναλογίζομαι πως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να είναι συναρπαστικότερα από τους αγώνες βουνού. Απίστευτες καταστάσεις διαδραματίζονται εδώ πέρα. Το μειονέκτημά τους είναι πως δεν γίνονται ορατές. Η προσπάθεια που καταβάλλουν οι αθλητές εμπεριέχει κάτι το συγκλονιστικό, αλλά όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Richard Askwith στο βιβλίο του ‘Feet in the Clouds’, δεν μεταφέρεται οπτικά. Αν το σωματικό και ψυχικό σθένος, η πάλη με τον εαυτό σου και τα στοιχεία της φύσης, μπορούσε να περάσει μέσα από τις τηλεοπτικές κάμερες, την επομένη το πρωί το ποδόσφαιρο θα καταντούσε αφόρητα βαρετό θέαμα. Αλλά δεν μπορεί. Καλύτερα. Κάποια πράγματα ας τα κρατήσουμε για μας.
Ξεκίνησε η επιστροφή. Σε υψομετρική και σε χιλιόμετρα, ένας Σεπτεμβριανός μαραθώνιος του Ολύμπου. Πολλά είναι. Βασανίζομαι σε μια ατέλειωτη ανηφοριά, και με θερμοκρασία να τρελαίνεσαι. Ποτέ δεν είχα μπατόν σε αγώνα, τώρα έχω. Ένα κλαδί, δηλαδή, που μαζεύω από κάτω και το ξεχνώ στο πρώτο ρυάκι που σκύβω για να δροσιστώ. Δεν πειράζει, βρίσκω άλλο, καλύτερο. Δεν σκίζω κι από στυλ, μάλλον με περιπλανώμενο Ιουδαίο μοιάζω παρά με τρέηλ ράνερ, αλλά ποιος νοιάζεται για το στυλ; Στο σημείο που καραδοκούν φωτογράφοι κρύβω τη μαγκούρα κι υποκρίνομαι τον αθλητή.
Στην Πρασινάδα ξανά. Φραπέ, με βοηθά η καφείνη κι ας γελά ο Ηλίας. Πολλοί μαζεμένοι εκεί. Μεγάλη παρέα, βαθύς προβληματισμός. Κι αρκετές εγκαταλείψεις. Ο Λαμπρινός το σκέφτεται πιο σοβαρά να μην συνεχίσει, αλλά το παλεύει ακόμα. Ο Ηλίας θα συνεχίσει παρέα με δυο Δημήτρηδες. Ο ένας αποδεικνύεται επιδέξιος κι ακούραστος καμεραμάν. Όμορφο το φιλμάκι του, κάπου στο 07΄51΄΄ με κάνει αεροπλανάκι. http://www.youtube.com/watch?v=MAo_sVnFkWc&feature=share Παροτρύνω τον Λαμπρινό, αλλά δεν ακολουθεί. Πολύ καλά κάνει, θα τον πληρώσει πολύ ακριβά τον τερματισμό. Και πολύ κακώς τον παροτρύνω. Η όποια λογική που έχω αποδυναμώνεται από την κούραση.
Από την Πρασινάδα, τελευταίο σταθμό, μέχρι τον τερματισμό θέλει....θέλει...αλλοίμονο, έναν αγώνα σαν το Paggaio Trail Run. Γιατί δεν έφαγα περισσότερο; Στο σακίδιο μου έχω... Τίποτα. Ποιος μπορεί να βγάλει τον αγώνα του Παγγαίου, χωρίς ανεφοδιασμό; Ψοφώ στην πείνα. Τρεκλίζω. Ένας συναθλητής με προσπερνά στην ανηφόρα του Θεολόγου, του εκθέτω δειλά το πρόβλημά μου. Προθυμοποιείται να μου δώσει ένα...χάπι, για να μην με πιάσουν κράμπες. Το παίρνω για να μην τον προσβάλλω, αλλά το πρόβλημά μου είναι η πείνα, όχι οι κράμπες. Ποτέ μου δεν υπέφερα από κράμπες σε αγώνα, δεν ξέρω γιατί. Συνεχίζει, ενώ εγώ σέρνομαι πίσω του. Διστάζει, ξανασταματά, μου προσφέρει ένα τζελάκι. Σωτηρία. Όχι πως σε  χορταίνει ένα τζελ, αλλά να’ ναι καλά ο άνθρωπος, Διονύσης τ' όνομά του. Με βοήθησε όσο δεν λέγεται. 
Και μετά νύχτα. Τέρμα τ' αστεία πια.
“Η καρδιά του σκότους” είναι το πιο αινιγματικό έργο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών, του Τζόζεφ Κόνραντ. Αν δεν το έχετε διαβάσει ίσως έχετε δει την ταινία “Αποκάλυψη τώρα”. Βασίζεται σ' αυτό, απλώς μεταφέρει τη δράση σ' άλλο χρόνο , 75 χρόνια μετά, και σ' άλλο τόπο, Βιετνάμ αντί για Κονγκό. Στον μονόλογο του αφηγητή ξεδιπλώνεται η περιπέτεια της ανάβασης σ' ένα ποταμό της ζούγκλας και η ταυτόχρονη κατάδυση στην άβυσσο του υποσυνειδήτου. Ένα ζοφερό ταξίδι, όπου το εγώ οδεύει για να συναντήσει το ένστικτο. “Ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, προς τα πίσω, προς την αρχέγονη πραγματικότητα του κόσμου, τότε που η βλάστηση οργίαζε παντού και οι μόνοι βασιλιάδες ήταν τα δέντρα”.
Νιώθω πως το ταξίδι στην καρδιά του σκότους το έχω διατρέξει κάποιες φορές. Στην ανάβαση στο base camp του Έβερεστ, στο Νεπάλ. Στους δυο αγώνες των 110 χλμ του VFT. Και τώρα. Κοινό στοιχείο των αγώνων, το βράδυ. Ξέχωρο στοιχείο: Σ' όλους τους προηγούμενους αγώνες είχα παρέα και μάλιστα καλή. Εδώ είμαι μόνος.
Δεν ξέρω αν είμαι δειλός, ή αν το να είσαι μόνος σου, βράδυ, σ' ένα άγνωστο μέρος, είναι κάτι που δικαιολογημένα προκαλεί φόβο. Αν η χαρά της φωτιάς ήταν τόσο έντονη που πέρασε μέσα από γενεές γενεών και φτάσαμε ακόμα και σήμερα να την αντικρίζουμε με αγαλλίαση, το ίδιο έντονα φαντάζομαι πως θα πέρασε κι ο φόβος του σκοτεινού αγνώστου. Αλλά τόσοι αθλητές τα καταφέρνουν και τον νικούν, ακόμα και κοπέλες, σκέφτομαι. Πως γίνεται; Από την άλλη, όμως, όλοι αυτοί μπορεί να διαθέτουν περισσεύματα δυνάμεων ικανά για μια στραβή στιγμή. Εγώ, με τις ευνοϊκότερες των προϋποθέσεων, είμαι ίσα βάρκα ίσα πανιά. Ή μήπως υπάρχουν πράγματα που ακόμα δεν έχω ανακαλύψει στον εαυτό μου;
Σταματώ, δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Κάπου μπροστά, κάπου πίσω μου, θα υπάρχουν συναθλητές, κι όμως, δεν ακούγεται τίποτα. Σβήνω το φακό, για να διαπιστώσω πως θα μου φανεί, αν ξεμείνω από μπαταρίες. Τύφλα. Χαζομάρα, τι θα κάνω αν δεν ανάψει τώρα; Ανάβει, ευτυχώς. Δεν τον αγόρασα και φτηνά.
Σημαδάκια στα δέντρα, πόσο χαίρομαι κάθε που τα βλέπω. Ανυπόφορη η ανασφάλεια, ακόμα και κάποιων δευτερολέπτων. Αλλά αυτά τα δυο φωσφωριζέ σημάδια γιατί είναι τόσο εκτός πορείας, και διαφορετικού χρώματος; Μα, δεν είναι σημάδια. Είναι τα λαμπρά μάτια κουκουβάγιας. Μακάρι να τα είχα κι εγώ τώρα. Πανέμορφο θέαμα. Στέκεται ακίνητη, σ' ένα κλαδί και με κοιτά το ίδιο επίμονα, όπως την κοιτώ κι εγώ. Τι να σκέφτεται άραγε για την παρουσία μου; Εγώ είμαι το περίεργο πλάσμα σ' αυτό το μέρος.
Ανηφόρα κάθετη, ανάμεσα σε κορμούς. Πρέπει να κοιτάς πολύ ψηλά για να δεις αστέρια. Τι ώρα είναι, σε ποιο χιλιόμετρο βρίσκομαι, πόσο περιθώριο έχω, πόση ακόμα αντοχή; Ανεβαίνω, όμως, αργά αλλά σταθερά, αρκεί να μη χαθώ, αρκεί ν' ακολουθώ σημάδι το σημάδι, όπως ο κοντορεβυθούλης τα ρεβίθια του, για να βρεθώ στην αρχή. Δηλαδή, οι πρώτοι έχουν φτάσει πριν νυχτώσει, ε; Χάνουν περιπέτεια. Αλλά δεν θέλω άλλο περιπέτεια, θέλω να φτάσω, έγκαιρα.
Κάποιες φωνές ακούγονται, κάτι με περιμένει εκεί ψηλά. Επιβεβαιώνω ξέπνοα πως είμαι εγώ. Θριαμβικές κραυγές ξεσπούν, μα ποιοι είναι τέλος πάντων; Έκπληξη. Η παρέα μου, σε μια απρόβλεπτη εμφάνιση, μαζί με την Δήμητρα και την Μαρίνα. Πως βρέθηκαν εδώ; Ένα μικρό στέκι, στο μέσον της ζούγκλας, στο τέλος μιας ανηφόρας, και πριν την αρχή μιας άλλης. Καταβροχθίζω ό,τι βρίσκω, πλήρης σωματικός και ψυχικός ο ανεφοδιασμός μου. Κι ο Κώστας με τον Δημήτρη ακολουθούν, μαθαίνω. Κάπου πίσω μου είναι κι έρχονται. Πολύ ωραία.
Και μετά, πάλι μόνος, χαμένος στην καρδιά του σκότους. Τα φώτα, τα γέλια, η συντροφιά, όλα έχουν σβήσει, σαν μόνο μέσα στο μυαλό μου να ήταν ανοιχτά. Όποιος έχει δει την ταινία που προανέφερα και την θυμάται επαρκώς, θα καταλάβει ποια σκηνή αντιστοιχεί σ' αυτόν τον απρόσμενο σταθμό.
Ανεβαίνω ξανά. Φαίνεται πως κερδίζω το στοίχημα του χρόνου, όχι με ιδιαίτερη άνεση πάντως. Και, κάπου το τοπίο γίνεται γνωστό. Μα, ναι, είμαι στο μονοπάτι του καταρράκτη του Λειβαδίτη. Είμαι σε οικείο τόπο, κι ας τον αγριεύει η νυχτιά. Το έχω περπατήσει πρόσφατα αυτό το μονοπάτι κι έτσι τώρα που το κατεβαίνω....
Αλλά, για μια στιγμή, γιατί το κατεβαίνω; Τι γυρεύω στον καταρράκτη; Το σωστό είναι να ανεβαίνω. Που να πάρει, πόσο χρόνο έχασα, μέχρι να ξαναβρεθώ στο σωστό σημείο, 10, 15 λεπτά; Αν ξεφύγω από την προθεσμία των 19 ωρών για 20 λεπτά δεν με νοιάζει, αλλά αν την χάσω για 15 θα με πειράξει πολύ.
Τώρα με σπρώχνει ο εκνευρισμός. Βρίσκομαι ήδη στα τελευταία επτά χιλιόμετρα του χωματόδρομου. Πινακίδες τα μετρούν αντίστροφα. 7...6...5... Θαύμα, το μόνο που έχω να κάνω είναι να κρατηθώ ακόμα και στον γελοίο ρυθμό των 10 λεπτών το χιλιόμετρο. Εύκολο, σκέφτομαι αρχικά και χαίρομαι. Όχι πάντα, θυμάμαι αμέσως μετά κι ανησυχώ. Τον πρώτο αγώνα της χρονιάς, 100 χιλιόμετρα στην άσφαλτο, τον έχασα γιατί δεν κατάφερα στα τελευταία 15 χιλιόμετρα να κρατήσω τον εύκολο ρυθμό των 6 λεπτών στο καθένα τους.
4...3...Τι φώτα είναι αυτά, αριστερά του δρόμου; Αυτοκίνητο! Και τι γυρεύει εδώ; Εμάς καρτερούν; Όχι, κάποιοι ασχολούνται μ' ένα αντίσκηνο. Αλλά γιατί αντίσκηνο εδώ; Η κατασκήνωση είναι μόλις 2 χιλιόμετρα παρά πέρα.
Κι άλλα φώτα δεξιά. Μα ναι, εδώ είναι η κατασκήνωση, εδώ είναι το τέλος, δεν μπορεί να κάνω λάθος. Δεν υπάρχει άλλος ίχνος πολιτισμού τριγύρω. Που έβοσκε το 2 σημάδι; Είτε δεν υπήρχε, είτε μου ξέφυγε. Γι' αυτό μου φάνηκε τόσο μεγάλο αυτό το χιλιόμετρο. Αλλά τώρα έφτασα, και, για πρώτη φορά σ' ολόκληρο τον αγώνα, τρέχω τόσο γρήγορα. Απορώ κι εγώ, πως γίνεται αυτό; Θεωρητικά είναι γνωστό, αλλά στην πράξη παραμένει αξιοθαύμαστο. Τα κουδούνια χτυπάνε, ο πρωινός ήχος επαναλαμβάνεται, θριαμβικά πλέον.
Περνώ με φόρα, που σταματά στον Χρήστο, στην παρέα μου, στους λίγους παρευρισκόμενους εκεί, στα χαμόγελα και στις αγκαλιές. Ένα ακόμα όνειρο που τέλειωσε. Μια ζωή ολόκληρη, που συμπυκνώθηκε σε 19 ώρες, αλλά θ' ανοίγει λίγο λίγο για να μου προσφέρει τις αναμνήσεις της, στο διάστημα που θ' ακολουθήσει.
Ο καφές κι οι συζητήσεις τελειώνουν. Τα μαζεύουμε, φεύγουμε κι εμείς. Κοιτώ πίσω μια τελευταία φορά, οι παρουσίες μας έχουν ήδη σβήσει στο ήρεμο πρωινό τοπίο. Το δάσος μας αγκάλιασε και μας άφησε ξανά, όχι ίδιους όμως. Δεν ξέρω αν κανείς απ' έξω θα παρατηρήσει τις αλλαγές, αλλά δεν είμαστε όπως πριν. Αλλάξαμε μέσα σ' αυτήν την αγκαλιά, όταν διαβήκαμε το συμπυκνωμένο ποτάμι της ζωής, όταν φτάσαμε στην καρδιά του σκότους, όταν το σύγχρονο εγώ μας συναντήθηκε με το αρχέγονο ένστικτο, μέσα στο φόβο, στην προσμονή, στην εξάντληση, στην αγωνία, στην αγριάδα και την ομορφιά της φύσης, στον ήχο των κελαριστών νερών, στις καμπύλες του βουνών του μεσημεριού και στα φωσφορίζοντα μάτια μιας κουκουβάγιας το βράδυ.
Φαέθων, Χαιντού, Ζαγόρι, Ροδόπη. Βγαίνω από την καρδιά του σκότους κι επιστρέφω στον πολιτισμό με την ψευδαίσθηση πως είμαι άτρωτος πια. Δεν ξέρω πως, λίγες μόνο μέρες αργότερα, με καρτερεί ο εφιάλτης μου. Ένας τραυματισμός, απρόσμενος κι απρόβλεπτος. Σ’ ένα άνοιγμα ίσιου δρόμου, σε μια συνηθισμένη προπόνηση. Ό,τι δεν μου συνέβη σε αμέτρητα χιλιόμετρα ορεινών αγώνων θα μου συμβεί σ’ ένα σχετικά γρήγορο διακοσάρι. Θα με ταλαιπωρήσει στον μαραθώνιο του Ολύμπου, στην Οίτη, και δεν ξέρω που θα με βγάλει τελικά. Έτσι, αυτήν την στιγμή που επιστρέφω από το δασικό χωριό της Χαιντού, είμαι ανυποψίαστος για όλα όσα μπροστά μου καραδοκούν. Είμαι όμως ευτυχισμένος, γιατί ξέρω πως δημιουργώ ένα πλουσιότερο μέλλον, κάθε φορά που αρπάζω από τα μαλλιά το παρόν της ζωής μου.

                  ---------------------------

Σημ: Για μια φορά σ' αυτή τη σειρά των κειμένων σκέφτομαι να αναφερθώ ευθέως στα πλήρη ονόματα κάποιων πρωταγωνιστών. Λένε πως στους αγώνες όλοι είμαστε μια οικογένεια, αλλά σε μεγάλες διοργανώσεις είναι κάπως δύσκολο να το εισπράξεις έτσι. Στο Rodopi Challenge 50M το ένιωσα, οπότε, πάμε:

-Ψυχή των πάντων, κονφερασιέ, διακτινισμένος σε διάφορα σημεία του αγώνα, σπορ κάστερ και αθλητικός αναμεταδότης ο Χρήστος Κατσάνος.
-Πανταχού παρόντες και τα πάντα πληρώντες, Ηλίας Σπυριδόπουλος, Σαράντης Πασχάλης.
Υπομονή μαζί μου και καλή παρέα, μέχρι το 17ο χιλιόμετρο, έκανε η σκούπα του αγώνα Παναγιώτης Παπάζογλου. (περαστικά Παναγιώτη, για κάποιο πρόβλημα με το πόδι, άκουσα).
-Βραβείο εντυπωσιακότερης επίδοσης, Γρηγόρης Λαμπάκης.
-Αθλητικό κίνητρο και υπόδειγμα ο Κώστας Καστανιώτης.
-Συνεπής βηματοδότης του ανωτέρω ο Δημήτρης Λαμπρινίδης
-Η ιδέα του αγώνα, και πολλά περισσότερα, οφείλονται στον Λαμπρινό Καραγιάννη.
- Μαγνήσιο, (ή μαγγάνιο;), τζελάκι και την προτεραιότητά του στο μπάνιο προσέφερε ο Διονύσης Σταφορίδης. (αυτός ήταν ο αθλητής που ξεκίνησε καθυστερημένα και μας προσπέρασε τελικά;)
-Σκηνοθέτης και καμεραμάν, ο Δημήτρης Μωραίτης.
- Συνοδοί σκηνοθέτη και σούπερ παρέα, ο Δημήτρης Γκουντής κι ο Ηλίας Αργυριάδης. (πόσο θα με βοηθούσε να ήξερα πως ήταν λίγο μόνο μπροστά μου!)
Η σπουδαία γυναίκα που πάντα βρίσκεται πίσω από έναν σπουδαίο άντρα, στην περίπτωσή μας, ήταν η Ελένη Ματθαιοπούλου.
- Μεταφερόμενη ομάδα υποστήριξής μου ο Κώστας Μπακρατσάς, ο Βασίλης Ζαμπούλης και η Αναστασία Κασμερίδου
- Επιτόπια υποστήριξη κι απρόσμενα ευχάριστες παρουσίες στην πιο δύσκολη στιγμή από την Μαρίνα  Καλαιτζή και Δήμητρα Μουσουλέα.
Από κοντά όσοι παρέλειψα ν’ αναφέρω. Συντροφιά και περιστασιακή παρέα ήταν όλοι αυτοί, οι άγνωστοι σε μένα δρομείς, που νιώθω σαν γνωστούς μου πια. Εκεί πέρα, στα βουνά, βρίσκονται αυτά τα μαγεμένα μονοπάτια, όπου συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε, όπως λέει κι ένα τραγούδι, αλλά θα βρεθούμε ξανά, όπως λέει ένα άλλο.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 4.




Η κλασική διαδρομή. 3.



                                                                                           1997 - 2009


   Την επόμενη χρονιά, και γι’ αρκετές ακόμα, η εικόνα ήταν παρόμοια. Το ότι ξεχωρίζω το 1997 οφείλεται στον καλύτερο χρόνο που έκανα ποτέ σε μαραθώνιο - παραδόξως ο καλύτερος χρόνος μου έγινε εκεί όπου, λόγω ανηφόρας, όλοι κάνουν τον λιγότερο καλό. Το κυριότερο, όμως, ήταν πως μπήκα με τέτοια ορμή στο στάδιο, που ο τερματισμός μου έμοιαζε με διακοσάρι. Η φωτογραφία αυτού του τερματισμού παραμένει το καμάρι μου, αλλά, κοιτάζοντάς την, εκτός από τον αθλητή που τερματίζει ορμητικά, μπορείς να παρατηρήσεις και κάτι άλλο. Τις άδειες κερκίδες του σταδίου, που φιλοξενούν μόνο κάποιες μίζερες σακούλες με τα ρούχα μας. Ο αυθεντικός και διεθνής μαραθώνιος της Αθήνας δεν σήμαινε απολύτως τίποτα για τα εκατομμύρια των κατοίκων της.
Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ συχνά πυκνά κατέβαινα στην κλασική. Είναι ο αγώνας στον οποίο έχω τις περισσότερες συμμετοχές, μ’ εξαίρεση τον Ορειβατικό του Ολύμπου, αλλά εκείνος βρίσκεται πολύ κοντύτερά μου. Στην κλασική ήθελε χρόνο κι έξοδα για να κατέβω. Άλλοτε τα διέθετα, άλλοτε όχι.
Έχω κατεβεί με συνθήκες άνεσης, όπου μπορούσα να περάσω και λίγες μέρες περιδιαβαίνοντας στην πρωτεύουσα. Άλλες, πνιγμένος στη δουλειά, πετούσα με το απογευματινό αεροπλάνο του Σαββάτου, έτρεχα την Κυριακή το πρωί, και μετά τον τερματισμό έσπευδα στο αεροδρόμιο, για να επιστρέψω το απόγευμα και να συνεχίσω ό,τι άφησα στη μέση. Σήμερα δεν θα άντεχα να το κάνω αυτό.
Κάποιες φορές οι υποχρεώσεις με καλούσαν πίσω,  αμέσως μετά το τέλος του αγώνα. Το ταξίδι της επιστροφής για την Καβάλα, με το αυτοκίνητο μου, το άντεχα όσο η ανεβασμένη αδρεναλίνη υπερίσχυε της κόπωσης. Όταν οδηγούσε φίλος ομοιοπαθής, προσπαθούσα να κρατηθώ ξύπνιος για να προσφέρω παρέα. Πολλές φορές όμως οδηγούσα μόνος, χαστουκίζοντας τον εαυτό μου για να κρατηθεί ξύπνιος κι έχοντας τη μουσική στη διαπασών. Σε τέτοιες περιπτώσεις ζόριζα το γκάζι. Μπορώ να βεβαιώσω πως με ταχύτητα από 160 χιλιόμετρα και πάνω η νύστα φεύγει. Στην επιστροφή μ’ εύρισκε πάντα το σκοτάδι, οπότε δεν υπήρχε η απειλή των ραντάρ της τροχαίας κι επιπλέον η κίνηση ήταν μειωμένη.
Κάποτε χρειάστηκα ενισχυμένη δόση αδρεναλίνης, χώρια που ανυπομονούσα πια να φτάσω στο σπίτι μου, και σανίδωσα το γκάζι, κάπου στα 200 της τελικής. Η νύστα εξαφανίστηκε, δυστυχώς, όμως, μαζί μ’ αυτήν εξαφανίστηκε κι η βενζίνη. Ούτε κατάλαβα πότε κατέβηκε η βελόνα, το καύσιμο είχε αδειάσει σαν νερό από σπασμένη κάνουλα. Μ’ αναμμένο το κόκκινο έψαχνα για βενζινάδικα, αλλά η νέα εθνική οδός είχε γίνει πρόσφατα και τα πρατήρια έστεκαν στις παλιές τους θέσεις, οχυρωμένα πίσω από διαζώματα. Πίστευα πως ήταν πιο εύκολο να φτάσω στο επόμενο παρά να μπλεχτώ νυχτιάτικα σε σκοτεινούς παράδρομους, αλλά κάθε επόμενο αποδεικνυόταν το ίδιο απροσπέλαστο. Έθεσα ως ύστατο στόχο τα πολυπόθητα βενζινάδικα των Τεμπών, αλλά δεν κατάφερα να φτάσω ως εκεί, αφού το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε λίγο έξω από τη Λάρισα.
Η κλασική διαδρομή με είδε ν’ αλλάζω και να ωριμάζω. Μου πρόσφερε χαρές και μικρούς προσωπικούς θριάμβους, αλλά και στιγμές αγωνίας κι απογοήτευσης. Το ασφάλτινο ποτάμι της δεν το διάβηκα δεύτερη φορά, γιατί κάθε μια από τις δέκα που το επεχείρησα ήταν διαφορετική. Δηλαδή, ήμουν διαφορετικός εγώ. Στην κλασική πέρασα όλες τις φάσεις της ενηλικίωσής μου στο άθλημα. Την περιέργεια του θαυμαστού καινούργιου κόσμου, την ψηλάφησή των στοιχείων που τον απάρτιζαν, την προσπάθεια, τη νίκη, την πτώση, το στήσιμο εκ νέου στην αφετηρία, τις φιλοδοξίες, που οι μισές πραγματοποιήθηκαν κι οι υπόλοιπες, οι ματαιωμένες, με τον καιρό μεταμορφώθηκαν σε κάτι ακόμα πιο επικερδές.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν ο κλασικός μαραθώνιος της Αθήνας ωρίμασε κι αυτός, μαζί με ορισμένες αντιλήψεις μας. Έργα και διαπλατύνσεις έφτιαξαν μια πιο ευρύχωρη διαδρομή για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας του 2004. Έκτοτε οι προδιαγραφές του συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν. Είχε πια καλύτερη προβολή κι οργάνωση, περισσότερες συμμετοχές, μεγαλύτερη αποδοχή από τον κόσμο. Η εξέλιξη του βάδιζε παράλληλα μ’ ένα δρομικό ρεύμα, που μεγάλωνε στην Ελλάδα με τρόπο εντυπωσιακό. Ο Κλασικός Μαραθώνιος όφειλε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Το 2010, στην επέτειο των 2.500 χιλιάδων χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα, στόχευσε ψηλά. Ανέβασε τις συμμετοχές του στο ανώτερο δυνατό, 12.000 μαραθωνοδρόμους. Έβαλε ένα δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό του και το κέρδισε. Οι καιροί άλλαζαν.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Οι μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 4.



Η κλασική διαδρομή. 2.
 
                                                                                        1996.

 

   Τον Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας, από το 1996 μέχρι το 2010, τον έχω τρέξει δέκα φορές. Με σημάδεψαν οι τρεις. Η πρώτη, το 1996, μου επεφύλασσε πολλαπλές συγκινήσεις. Ήταν ο πρώτος μου μαραθώνιος. Ταυτόχρονα, κι ο πρώτος μου διεθνής. Επιπλέον, ήταν επετειακός. Η διεξαγωγή του συνέπιπτε με τα 100 χρόνια των πρώτων Ολυμπιακών, που έχουν συνδεθεί στην ιστορική μας μνήμη με τη νίκη του Σπύρου Λούη.
Η επέτειοι προσελκύουν κόσμο. Το 1996 θα έβρισκε το ανάλογό του μόνο το 2010, στον εορτασμό των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα. 3.500 χιλιάδες δρομείς δεν είναι εντυπωσιακός αριθμός για διεθνή μαραθώνιο, αλλά τότε ήταν ρεκόρ επικράτειας. Οι ξένοι υπερτερούσαν εμφανώς, σ’ ένα αγώνισμα που οι Έλληνες, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν μειοψηφία.
Ένας λόγος που μ’ αρέσουν τα ταξίδια είναι ότι με βοηθούν να συγκαταλέγομαι ως μέλος ενός ευρύτερου συνόλου. Αν, όμως, δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο, το αμέσως καλύτερο είναι να έρθει ο κόσμος σε σένα. Στην κλασική διαδρομή εκείνης της χρονιάς, ανάμεσα σε σημαίες και γλώσσες, ήμουν πάλι μέλος μιας παγκόσμιας, και μάλιστα ιδιαίτερης, φυλής. Δρομείς πολλαπλών εθνοτήτων, χρωμάτων και δογμάτων είχαν διανύσει αποστάσεις, υποβληθεί σε έξοδα, ρυθμίσει υποχρεώσεις, κανονίσει επαγγελματικά και οικογενειακά προγράμματα, για να μπορέσουν να συμπεριλάβουν στη βαλίτσα της ζωής τους ένα σημαντικό γεγονός. Από την Βραζιλία και την Κορέα, μέχρι τον Καναδά και την Νέα Ζηλανδία, είχαν υποστεί κόπους και θυσίες, επιλέγοντας τον τόπο μας για το προσκύνημά τους.
Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να τους φερθούμε καλύτερα. Λυπάμαι για την εικόνα που δώσαμε, κι εξακολουθήσαμε να δίνουμε για πολλά χρόνια.

  Δεν ήταν μόνο η απουσία τηλεοπτικής κάλυψης του γεγονότος. Η επικείμενη διεξαγωγή του αγώνα δεν αποτελούσε καν ενημερωτική είδηση. Αν συνέβαινε αυτό, οι οδηγοί που δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο ίσως φρόντιζαν, τουλάχιστον, να μην διασταυρωθούν με τους τρελούς που έτρεχαν εκείνη τη μέρα.
Στην αρχή της διαδρομής η κατάσταση τηρούσε υπό σχετικό έλεγχο. Μπορέσαμε κάπως να χαρούμε την πανηγυρική ατμόσφαιρα. Διανύσαμε αρκετά χιλιόμετρα σε άδειους δρόμους, τους πιο άδειους που μπορείς να φανταστείς ποτέ σε μαραθώνιο, παρ’ όλο που οι λιγοστές ομάδες των ξένων, στημένες σ’ επιλεγμένα σημεία, έβαζαν τα δυνατά τους ώστε να μην νιώθουμε μόνοι. Αλλά, τότε, δεν είχα μέτρο σύγκρισης, χώρια που πλησίαζε η στιγμή όπου θα ευχόμουν να παρέμεναν άδειοι κι έρημοι οι δρόμοι.
Από τα μισά, περίπου, της διαδρομής η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Η απέναντι λωρίδα γέμισε εκνευρισμένους οδηγούς, καθηλωμένους σε ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, που θορυβούσαν ανεπίτρεπτα. Τρέχαμε αναπνέοντας μολύβι. Στις διασταυρώσεις γινόμασταν μάρτυρες, κάποτε και ακούσιοι πρωταγωνιστές, καυγάδων, όταν οι εξηγήσεις των αμήχανων τροχονόμων, απέναντι στους έξαλλους εποχούμενους, δεν ήταν αρκετές. Μετά από κάποια ώρα, που θεωρήθηκε πως οι οδηγοί καταπιέστηκαν αρκετά, οι λιγότερο γρήγοροι αθλητές έμειναν να τρέχουν σε μια μόνο λωρίδα, με τ’ αυτοκίνητα να περνούν δίπλα τους. Θυμάμαι ακόμα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ιαπώνων, πολιορκημένους από κινούμενα μέταλλα, καυσαέρια, σκόνη, κορναρίσματα και στεντόρειες φωνές, να πασχίζουν να ολοκληρώσουν αυτό που είχαν θέσει, ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν, ως στόχο της εναπομείνασας ζωής τους. Μάλλον αλλιώς θα το είχαν φανταστεί.
Μόνο αυτό, το τελευταίο περιστατικό, κατάφερε να με στεναχωρήσει αρκετά εκείνη τη μέρα, καθώς είχα ήδη τελειώσει από ώρα κι έφευγα από το Καλλιμάρμαρο ικανοποιημένος και χαρούμενος. Τα υπόλοιπα, αυτά που έζησα κατά τη διάρκεια του αγώνα, απλώς καταγράφηκαν, για να αξιολογηθούν αργότερα. Όσο έτρεχα, μια αόρατη ασπίδα με προστάτευε απ’ όλα τα αντίξοα που συναντούσα στο δρόμο μου. Πήγαινα με τη βοήθεια μιας φλόγας τόσο δυνατής, που κανένα εξωτερικό ερέθισμα δεν μπορούσε να με διαπεράσει. Ήμουν συγκεντρωμένος σ’ ένα εσωτερικό σκοπό, κι όσα υπήρχαν πέρα από μένα, τους συναθλητές μου και τους λίγους συμπαραστάτες μας, ήταν άυλα φαντάσματα, που προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να με παρεμποδίσουν. Φαντάζομαι πως έτσι λειτούργησαν κι οι υπόλοιποι μαραθωνοδρόμοι.
Μόνο ο δικός μου κόσμος, λοιπόν, ήταν εκεί, κι αυτός με δίδασκε, από την αρχή μέχρι το τέλος. Στον πρώτο σταθμό, οι εθελοντές, ίσα που προλάβαιναν ν’ ανοίξουν τις συσκευασίες των νερών, για να διαπιστώσουν πως, από λάθος ή αμέλεια, υπήρχαν μόνο μεγάλα μπουκάλια. Και, φυσικά, δεν έφταναν για όλους. Πίναμε λίγο και κρατούσαμε απλωμένο το χέρι, για να πάρει κι ο διπλανός. Ήταν μια δικιά μας μορφή κοινωνίας. Δεν σκεφτόμασταν πως μπορεί να μεταδώσουμε ή να μας μεταδοθεί κάτι κακό, ίσως γιατί βρισκόμασταν στον τόπο όπου, κάποτε, συμβάδιζε η απόλυτη επίγνωση της θνητότητας με την ζωογόνο αίσθηση της αθανασίας.
Ξένοι αθλητές έκαναν στάση για να φωτογραφήσουν τον τύμβο των πεσόντων. Κάποιος έτρεχε με σανδάλια. Άλλος, ντυμένος με τη φουστανέλα του Σπύρου Λούη. Στη διάρκεια της διαδρομής έμαθα ότι, όπως και τα φαινόμενα, έτσι και τα σουλούπια απατούν. Περνούσα αθλητές που έδειχναν πολύ πιο γυμνασμένοι από μένα, αλλά με πέρασε μια κυρία, που αν την συναντούσα σε λεωφορείο θα σηκωνόμουν για να της παραχωρήσω τη θέση μου.
Είχα πολλά να μάθω ακόμα.
Λίγες σκηνές και φυσιογνωμίες εκείνου του αγώνα απομένουν, κι αυτές αχνές, στη μνήμη μου. Θα ήθελα να είναι περισσότερες, ίσως για να μπορέσω να επιστρέψω σ’ εκείνους τους συναθλητές μου τον ιδιαίτερο σεβασμό που οι ίδιοι μου ενέπνευσαν. Φορές, πασχίζω να ξεμπερδέψω τις μορφές τους, από τις τόσες που έχω συναντήσει στους πολυάριθμους αγώνες μου. Το παλικάρι που κοντοστεκόταν και προσπαθούσε να ξεπεράσει τους πόνους στα πόδια του, την κοπέλα που πάσχιζε, με το κεφάλι σκυφτό, τους αθλητές και τις αθλήτριες που επιστράτευαν κάθε απόθεμα σθένους που είχε απομείνει στα σώματα και στις ψυχές τους. Όσο περνά ο καιρός δυσκολεύομαι. Οι μορφές τους σβήνουν μέσα στην ομίχλη του χρόνου, και στη βουή εκείνου του δρόμου που στράγγιζε τον ιδρώτα τους. Απομένω να τους παρακολουθώ, όπως απομακρύνονται στο βάθος της μνήμης μου, και διαβάζω τα μηνύματα που μεταφέρουν στις πλάτες τους. Είναι αντιγραφές αυτών που υπάρχουν στην καρδιά τους και βρίσκουν πάντα τον τρόπο να σε αγγίξουν. Ό,τι γνήσιο βγαίνει από μια καρδιά, βρίσκει εύκολα τη θέση της σε μια άλλη.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 4.



                                  Η κλασική διαδρομή. 1.


   Στους αρχαίους μύθους η ενηλικίωση, η εξιλέωση, η διεκδίκηση του δικαιώματος, περνούσαν και κερδίζονταν μέσα από δοκιμασίες. Η αναγνώριση και η ανταμοιβή απαιτούσαν ηρωισμούς, άθλους και στάσεις ζωής. Σήμερα δεν χρειάζεται να εκτεθούμε στην υπερβολή μυθικών άθλων, αλλά πιστεύω πως τρία πράγματα θα συνιστούσαν στάση ζωής για κάθε Έλληνα που θέλει να βλέπει τον εαυτό του ως τέτοιο.
Πρώτο, και πλέον απαραίτητο, να μελετήσει την ιστορία του. Την κανονική, όχι τη αγοραία. Ν’ αντικαταστήσει, άμποτε, με γνώσεις τις προκαταλήψεις και τις ιδεοληψίες του. Να σκύψει και να συλλογιστεί πάνω στις μεγάλες της στιγμές και στα ανομολόγητα λάθη της. Να περιηγηθεί σε τόπους και μνημεία. Να την ψηλαφίσει ως ύλη ζωντανή και συνομιλούσα. Να την απαλλάξει από ωραιοποιήσεις που η ίδια ποτέ δεν ζήτησε.
Δεύτερο, ν’ ανεβεί στον Παρθενώνα της ελληνικής φύσης, τον Όλυμπο. Να αισθανθεί  κάτι από το δέος και την ομορφιά του ιερού βουνού. Να συγκρίνει το μπόι του με το ανάστημα της γης. Να μετρήσει τη δύναμη και την αδυναμία του στα μέρη προγονικών θεών. Να χαρεί τη διαύγεια του φωτός, τα χρώματα των βράχων, τη διάθεση των ανέμων του.
Τρίτο, να τρέξει την κλασική διαδρομή. Να σταθεί στην αφετηρία του θρύλου και να μετρηθεί στα βήματά του. Να μεταλλαχθεί στη διαδρομή και ν’ αναγεννηθεί στην πύλη του Καλλιμάρμαρου. Να παλέψει με το σώμα και την ψυχή του. Γιατί μόνο αν βιώσεις κάποια πράγματα μπορείς ν' αγγίξεις το κομμάτι του εαυτού σου που θεωρείς πως σε προσδιορίζει.


   Η κλασική διαδρομή αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως αυθεντική. Η αυθεντικότητα  δεν έχει να κάνει με την ιστορική ακρίβεια της μπλε γραμμής της, ούτε με την ακριβή απόστασή της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε επακριβώς ποιο μονοπάτι ακολούθησε ο θρυλικός ημεροδρόμος. Δεν γνωρίζουμε καν το φυσικό σκηνικό, καθώς πολλά έχουν αλλάξει στα δυόμιση χιλιάδες χρόνια, αν κι είναι ευκολότερο για τη φαντασία ν’ αναπαραστήσει το τοπίο που συνέδεε τον Μαραθώνα με την Αθήνα, παρά έναν αρχαίο ναό, κρίνοντας απ’ τις κολώνες που του απέμειναν.
Η αυθεντικότητα έχει να κάνει με την ιδέα ενός νήματος, που τη μια του άκρη τοποθετούμε στις αρχές της ευρωπαϊκής ιστορίας και την άλλη στα χέρια μας. Την κλασική διαδρομή την τρέχουμε με την πεποίθηση πως βαδίζουμε στα βήματα άλλων. Ακόμα καλύτερα, πως συνεχίζουμε ό,τι ξεκίνησαν. Πως παίρνουμε τη σειρά μας και γινόμαστε οι κρίκοι του τώρα. Πως αποτελούμε το ενεργό παρόν μιας μακριάς αλυσίδας, που ξεκινά από το κάποτε κι εκτείνεται στο αεί. Αυτό έλκει τους ανθρώπους όλης της οικουμένης που παίρνουν θέση στην αφετηρία της. Δεν είναι μόνο δρομείς, είναι προσκυνητές. Η κλασική διαδρομή για τον μαραθωνοδρόμο είναι ό,τι οι άγιοι τόποι για τους απανταχού πιστούς.


   Αν πρέπει να επιλέξουμε έναν μαραθώνιο που θα τον τρέξουμε, απλά και μόνο, για να τον τερματίσουμε, καλύτερα να είναι αυτός. Και για τον ίδιο λόγο που τον επέλεξαν κι’ άλλοι. Να τον τρέξουμε για να προσδώσουμε στο άθλημά μας ένα νόημα που δεν υπάρχει αλλού. Για ν’ αποδώσουμε φόρο τιμής σ’ όσους δώσανε τη ζωή τους, για να ζούμε σήμερα με τιμή τη δική μας ζωή. Για να κουβαλήσουμε ένα κλαδί και να νοτίσουμε την ύπαρξή μας με το άρωμα μιας αθάνατης ελιάς. Ίσως όλα αυτά να ηχούν ιδεαλιστικά, αλλά δεν υπάρχει καταλληλότερος τόπος για να δεχτείς πως ο υλικός κόσμος δεν υπάρχει, παρά μόνο με τον τρόπο και στο βαθμό που του επιτρέπει η συνείδησή σου.