Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ορεινοί αγώνες. 6.




 Rodopi Challenge 50M                                                


                                                                           Η καρδιά του σκότους


Το πανό του Rodopi Challenge 50M κατεβαίνει. Ο Σαράντης κι ο Παναγιώτης φορτώνουν το αυτοκίνητο. Ο Ηλίας μαζεύει τα απομεινάρια της ολιγομελούς αθλητικής γιορτής. Οι  συμμετέχοντες και οι συνοδοί τους έχουν ήδη αποχωρίσει.
Είμαι από τους τελευταίους που απομένω, μαζί με τη μικρή μου παρέα. Έχω συνδυάσει το μέρος με κόσμο κι έτσι, τώρα, μου φαίνεται παράξενα γαλήνιο. Επίσης, είμαι όσο ικανοποιημένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Έχω τελειώσει τον τελευταίο και δυσκολότερο αγώνα ενός μπαράζ διαρκείας. Η συζήτηση με τον Χρήστο, στο ξύλινο τραπέζι, κάτω από τη δροσιά των δέντρων και του τονωτικού καφέ, είναι ό,τι το καλύτερο αυτήν τη στιγμή.
Ο Χρήστος αναπτύσσει το σκεπτικό των advendurerun αγώνων. Κρίμα που δεν  ακούνε κι άλλοι, θ' άξιζε να διαδοθεί ένας τέτοιος λόγος. Σπανίζει η ποιότητα του. Κάποιο είδος ανθρώπου κινεί τη γη, ενόσω όλα τα υπόλοιπα περιφέρονται παράλληλα. Μ' ευχαριστεί ν' ακούω πως τα κείμενά μου εμπνέουν κάποιους, αλλά η αλήθεια είναι πως κι εμένα με εμπνέουν κάποιοι. Ο Χρήστος είναι ένας από αυτούς.
Ο αγώνας των 50 μιλίων ήταν έξω από τον προγραμματισμό μου. Ξέφευγε σε δυσκολία κι ακολουθούσε 3 κατά σειρά αγώνες, που όσο χαλαρά κι αν τους πας δεν αποφεύγεις την κούραση. Αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζω πια τους αγώνες δεν έχει να κάνει με χιλιόμετρα και υψομετρικές, αρκεί βέβαια αυτά να βρίσκονται μέσα στην εμβέλειά μου. Έχει να κάνει με μια επιθυμία ζωής, που κατά κάποιο τρόπο βρήκα τον τρόπο να την ζω έντονα σ' αυτό το άθλημα. Μιας ζωής που επεκτείνει την καθιερωμένη. Που την τραβά στ' άκρα της και της δίνει διάσταση ονείρου. Που αυτονομείται και γεννιέται από τα δικά της πάθη, το δικό της αυθορμητισμό. Που εμφανίζει στοιχεία του χαρακτήρα μου που δεν ήξερα, ούτε θα μάθαινα ποτέ ότι έχω. 
Στον αγώνα αυτόν με έφεραν αγαπητά ονόματα γνωστών και φίλων από τον κόσμο του τρεξίματος. Το τρέξιμο προσφέρεται για γνωριμίες, αρκεί να είσαι ανοιχτός και δεκτικός σ' αυτές. Εντάξει, υπάρχουν δρομείς που δεν θα ήθελα να σταθώ πλάι τους ούτε λεπτό, αλλά με χαρά διαπιστώνω πως τα ποσοστά αξιόλογων ανθρώπων στους αγώνες βουνού είναι πολύ μεγαλύτερα απ' όσο υπολόγιζα. Είναι καλό να μην αισθάνεσαι μόνος.
Είναι 5 τα χαράματα. Σκοτάδι ακόμα.  Κι ο αγώνας ξεκινά, όπως μελωδεί το αφιερωμένο σ’ αυτόν τραγούδι. Τα κουδούνια ηχούν και κάνουν την ατμόσφαιρα πανηγυρική. Ο πρώτος κι ο τελευταίος ήχος του αγώνα, σκέφτομαι. Μόνο που μεσολαβεί πολύ ενδιαμέσως. Μια ζωή ολόκληρη θα συμπυκνωθεί στη διάρκεια μιας μέρας.
Ξεκινώ τελευταίος, ως συνήθως. Παρέα μου, η ‘σκούπα’. Ο Παναγιώτης μ' αναγνωρίζει, χρόνια πριν, πιτσιρικάς τότε, συμμετείχε σε μια σχολή ορειβασίας του συλλόγου μου. Αδύνατον να τον θυμηθώ, αλλά θα τον θυμάμαι στο εξής. Σ' αυτά τα πρώτα χιλιόμετρα ανακαλύπτω ένα σπουδαίο αθλητή, μια διακριτική προσωπικότητα, ένα φιλοσοφημένο χαρακτήρα. (Γιατί μετέχω τόσο τακτικά σε αγώνες, ε;) Μετά χωρίζουμε, υπάρχουν συναθλητές που μένουν πιο πίσω από μένα. Θα τον ξανασυναντήσω κατά τη επιστροφή μου, μετά το 41χλμ, να  συνοδεύει έναν αθλητή που αντιμετωπίζει πρόβλημα τραυματισμού.
Ο Κώστας κι ο Δημήτρης πάνε παρέα. Δείχνουν να το διασκεδάζουν. Γρήγορος μου φαίνεται ο ρυθμός τους, μένω πίσω. Αλλά, μετά, κάπου τους προσπερνώ. Μετά, κάπου, με προσπερνούν.  Μετά τους ξαναπροσπερνώ. Γιατί να πηγαίνουμε χώρια ενώ είμαστε τόσο κοντά; σκέφτομαι και τους περιμένω. Συνεχίζουμε μαζί. Μετά βαριέμαι το ρυθμό τους και τους προσπερνώ. Μετά, κάπου, με ξαναπροσπερνούν. Έτσι θα τη βγάλουμε μέχρι το τέλος μου φαίνεται.
Αν υπάρχει κάτι που έχω περισσότερη περιέργεια να διαπιστώσω είναι να δω το πως θα ανταπεξέλθει ο Κώστας. Ο αγώνας αποτελεί την υπέρτατη δοκιμασία γι' αυτόν. Ξεκινά με καλά εφόδια. Με κέφι,  αποφασιστικότητα, έναν καλό φίλο, τον Δημήτρη, για να του δίνει το ρυθμό. Νομίζω πως όποιο άγχος υπάρχει πριν, εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια του αγώνα, και οι όποιοι δισταγμοί κι αμφιβολίες που εξέφρασε τις προηγούμενες μέρες έχουν υποχωρήσει απέναντι σε πρακτικά ζητήματα.
Ο Κώστας, ο Λαμπρινός κι ο Γρηγόρης είναι οι 3 επιπλέον λόγοι που μ’ έφεραν εδώ. Παρότρυνση, ενθάρρυνση, καλά θα περάσουμε, θα δεις. Σωστά, με τέτοια παρέα, πως να λείπεις. Παρέα, τρόπος του λέγειν, αφού είμαστε διασκορπισμένοι σε μια έκταση πολλών βουνίσιων χιλιομέτρων. Αλλά οι σκέψεις μας δεν είναι ανάλογα απόμακρες. Τους σκέφτομαι και νομίζω πως με σκέφτονται κι αυτοί.
Είμαι κακός στο να υπολογίζω, πόσο μάλλον υπό καθεστώς ταλαιπωρίας. Κάποια στιγμή φοβάμαι πως τα πάω χάλια, πως δεν μου βγαίνει ο χρόνος, αλλά ο Χρήστος εμφανίζεται στο πουθενά και με βεβαιώνει για το αντίθετο. Διακτινίστηκε πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος στη διάρκεια του αγώνα, τον συναντούσα σ' αναπάντεχα σημεία σαν καλό όραμα. Αν οι συμμετέχοντες ζούμε κάτι μια φορά, αυτός το ζει μια για τον καθένα μας, κι αυτό ίσως είναι η καλύτερη ανταμοιβή για όσα μας προσφέρει.
Ατέλειωτη κατηφόρα στην Οξιά. Πως είναι δυνατόν να την ανεβούμε στην επιστροφή, το σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Τρελαίνομαι κι από τη ζέστη. Και που στο καλό βρίσκονται οι πρώτοι; Αφού πλησιάζω στα μισά έπρεπε ήδη να έχουν φανεί Συνήθως, όταν βρίσκομαι στη μέση ενός αγώνα οι πρώτοι τερματίζουν. Τόσο καλά τα πηγαίνω, τελικά; Δεν νομίζω.
Εμφανίζονται κάποτε. Κι ο Γρηγόρης ανάμεσα στους πρώτους! Πρωτοφανής απόδοση. Έχει ξεφύγει αυτό το παιδί. Σαν να θυμάμαι, στον Φαέθοντα ήμασταν, κάτι μουρμούριζε για μια δίαιτα που δοκιμάζει. Δεν έδωσα σημασία τότε, αλλά μετά από αυτό θα τον ανακρίνω στην πρώτη ευκαιρία. Ελπίζω να μιλήσει, δεν μ' αρέσει να βασανίζω φίλους.
Ευτύχημα που μετέχει κι ο Λάζαρος στον αγώνα και διαπιστώνει το θερμοκρασιακό μας χάλι. Τον συναντώ, όπως επιστρέφει, και μου ανακοινώνει πως λόγω ζέστης δίνει παράταση 30 λεπτά για τα μισά, κι άλλα τόσα θα δώσει η Ηλίας μέχρι το τέλος. 19 ώρες το τελικό όριο. Όχι, βέβαια, πως αφορά εμένα, θεωρεί, αλλά εγώ θεωρώ διαφορετικά. Μπορεί να τα κατάφερα μέχρι τη μέση, αλλά το να επιστρέψω, με τόση ζέστη, και με διπλή ανηφόρα, δεν το προβλέπω εμπρόθεσμο. Δέχομαι ευχαρίστως τη χρονική δωρεά, κι αναπτερώνομαι, αν αυτό το ρήμα είναι δόκιμο για κάποιον που σέρνεται στην καυτή άσφαλτο της Ζαρκαδιάς.
Στη Ζαρκαδιά, ο Λαμπρινός κι ο Ηλίας, σκεφτικοί. Ο Λαμπρινός αντιμετωπίζει πρόβλημα στο πόδι. Μου δείχνει το σημείο και ρωτά αν έχω άποψη. Ωχ! Έχω. Ήταν ο τελευταίος μου τραυματισμός. Με ταλαιπώρησε αρκετά. Ύπουλο πράγμα, το φοβήθηκα γιατί το κουβαλούσα καιρό. Λαγοκνημιαία. Η σύνεση επιβάλλει να τα παρατήσει, αλλιώς θα πάθει ζημιά, όπως έπαθα κι εγώ που δεν τα παράτησα όταν πρωτοεμφανίστηκε το πρόβλημα. Εύκολο το να είσαι συνετός με τους άλλους. Αποφασίζει να συνεχίσει. Τους βλέπω να ξεκινούν κι εύχομαι να πάνε όλα καλά, αν κι έχω κακό προαίσθημα.
Αρκετή ώρα καθυστέρηση στη Ζαρκαδιά, η μανέστρα και τα σουτζουκάκια της Δήμητρας ανεκτίμητα. Φτάνει κι ο Κώστας με τον Δημήτρη. Στην τελευταία αλλαγή πέρασα εγώ φαίνεται. Κοιτάζω το ρολόι, πολύ την άραξα. Πρέπει να φεύγω. Κι αυτοί πρέπει να φεύγουν, αλλά δεν βλέπω βιασύνη. Μήπως θεωρούν πως δεν τους βγαίνει και το σκέφτονται; Δεν  θέλω να επέμβω στις συζητήσεις τους. Χαιρετώ κι αναχωρώ. Ο αγώνας επιφυλάσσει πολλά ακόμα.
Σκέφτομαι όλους αυτούς τους συναθλητές μου, κι αναλογίζομαι πως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να είναι συναρπαστικότερα από τους αγώνες βουνού. Απίστευτες καταστάσεις διαδραματίζονται εδώ πέρα. Το μειονέκτημά τους είναι πως δεν γίνονται ορατές. Η προσπάθεια που καταβάλλουν οι αθλητές εμπεριέχει κάτι το συγκλονιστικό, αλλά όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Richard Askwith στο βιβλίο του ‘Feet in the Clouds’, δεν μεταφέρεται οπτικά. Αν το σωματικό και ψυχικό σθένος, η πάλη με τον εαυτό σου και τα στοιχεία της φύσης, μπορούσε να περάσει μέσα από τις τηλεοπτικές κάμερες, την επομένη το πρωί το ποδόσφαιρο θα καταντούσε αφόρητα βαρετό θέαμα. Αλλά δεν μπορεί. Καλύτερα. Κάποια πράγματα ας τα κρατήσουμε για μας.
Ξεκίνησε η επιστροφή. Σε υψομετρική και σε χιλιόμετρα, ένας Σεπτεμβριανός μαραθώνιος του Ολύμπου. Πολλά είναι. Βασανίζομαι σε μια ατέλειωτη ανηφοριά, και με θερμοκρασία να τρελαίνεσαι. Ποτέ δεν είχα μπατόν σε αγώνα, τώρα έχω. Ένα κλαδί, δηλαδή, που μαζεύω από κάτω και το ξεχνώ στο πρώτο ρυάκι που σκύβω για να δροσιστώ. Δεν πειράζει, βρίσκω άλλο, καλύτερο. Δεν σκίζω κι από στυλ, μάλλον με περιπλανώμενο Ιουδαίο μοιάζω παρά με τρέηλ ράνερ, αλλά ποιος νοιάζεται για το στυλ; Στο σημείο που καραδοκούν φωτογράφοι κρύβω τη μαγκούρα κι υποκρίνομαι τον αθλητή.
Στην Πρασινάδα ξανά. Φραπέ, με βοηθά η καφείνη κι ας γελά ο Ηλίας. Πολλοί μαζεμένοι εκεί. Μεγάλη παρέα, βαθύς προβληματισμός. Κι αρκετές εγκαταλείψεις. Ο Λαμπρινός το σκέφτεται πιο σοβαρά να μην συνεχίσει, αλλά το παλεύει ακόμα. Ο Ηλίας θα συνεχίσει παρέα με δυο Δημήτρηδες. Ο ένας αποδεικνύεται επιδέξιος κι ακούραστος καμεραμάν. Όμορφο το φιλμάκι του, κάπου στο 07΄51΄΄ με κάνει αεροπλανάκι. http://www.youtube.com/watch?v=MAo_sVnFkWc&feature=share Παροτρύνω τον Λαμπρινό, αλλά δεν ακολουθεί. Πολύ καλά κάνει, θα τον πληρώσει πολύ ακριβά τον τερματισμό. Και πολύ κακώς τον παροτρύνω. Η όποια λογική που έχω αποδυναμώνεται από την κούραση.
Από την Πρασινάδα, τελευταίο σταθμό, μέχρι τον τερματισμό θέλει....θέλει...αλλοίμονο, έναν αγώνα σαν το Paggaio Trail Run. Γιατί δεν έφαγα περισσότερο; Στο σακίδιο μου έχω... Τίποτα. Ποιος μπορεί να βγάλει τον αγώνα του Παγγαίου, χωρίς ανεφοδιασμό; Ψοφώ στην πείνα. Τρεκλίζω. Ένας συναθλητής με προσπερνά στην ανηφόρα του Θεολόγου, του εκθέτω δειλά το πρόβλημά μου. Προθυμοποιείται να μου δώσει ένα...χάπι, για να μην με πιάσουν κράμπες. Το παίρνω για να μην τον προσβάλλω, αλλά το πρόβλημά μου είναι η πείνα, όχι οι κράμπες. Ποτέ μου δεν υπέφερα από κράμπες σε αγώνα, δεν ξέρω γιατί. Συνεχίζει, ενώ εγώ σέρνομαι πίσω του. Διστάζει, ξανασταματά, μου προσφέρει ένα τζελάκι. Σωτηρία. Όχι πως σε  χορταίνει ένα τζελ, αλλά να’ ναι καλά ο άνθρωπος, Διονύσης τ' όνομά του. Με βοήθησε όσο δεν λέγεται. 
Και μετά νύχτα. Τέρμα τ' αστεία πια.
“Η καρδιά του σκότους” είναι το πιο αινιγματικό έργο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών, του Τζόζεφ Κόνραντ. Αν δεν το έχετε διαβάσει ίσως έχετε δει την ταινία “Αποκάλυψη τώρα”. Βασίζεται σ' αυτό, απλώς μεταφέρει τη δράση σ' άλλο χρόνο , 75 χρόνια μετά, και σ' άλλο τόπο, Βιετνάμ αντί για Κονγκό. Στον μονόλογο του αφηγητή ξεδιπλώνεται η περιπέτεια της ανάβασης σ' ένα ποταμό της ζούγκλας και η ταυτόχρονη κατάδυση στην άβυσσο του υποσυνειδήτου. Ένα ζοφερό ταξίδι, όπου το εγώ οδεύει για να συναντήσει το ένστικτο. “Ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, προς τα πίσω, προς την αρχέγονη πραγματικότητα του κόσμου, τότε που η βλάστηση οργίαζε παντού και οι μόνοι βασιλιάδες ήταν τα δέντρα”.
Νιώθω πως το ταξίδι στην καρδιά του σκότους το έχω διατρέξει κάποιες φορές. Στην ανάβαση στο base camp του Έβερεστ, στο Νεπάλ. Στους δυο αγώνες των 110 χλμ του VFT. Και τώρα. Κοινό στοιχείο των αγώνων, το βράδυ. Ξέχωρο στοιχείο: Σ' όλους τους προηγούμενους αγώνες είχα παρέα και μάλιστα καλή. Εδώ είμαι μόνος.
Δεν ξέρω αν είμαι δειλός, ή αν το να είσαι μόνος σου, βράδυ, σ' ένα άγνωστο μέρος, είναι κάτι που δικαιολογημένα προκαλεί φόβο. Αν η χαρά της φωτιάς ήταν τόσο έντονη που πέρασε μέσα από γενεές γενεών και φτάσαμε ακόμα και σήμερα να την αντικρίζουμε με αγαλλίαση, το ίδιο έντονα φαντάζομαι πως θα πέρασε κι ο φόβος του σκοτεινού αγνώστου. Αλλά τόσοι αθλητές τα καταφέρνουν και τον νικούν, ακόμα και κοπέλες, σκέφτομαι. Πως γίνεται; Από την άλλη, όμως, όλοι αυτοί μπορεί να διαθέτουν περισσεύματα δυνάμεων ικανά για μια στραβή στιγμή. Εγώ, με τις ευνοϊκότερες των προϋποθέσεων, είμαι ίσα βάρκα ίσα πανιά. Ή μήπως υπάρχουν πράγματα που ακόμα δεν έχω ανακαλύψει στον εαυτό μου;
Σταματώ, δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Κάπου μπροστά, κάπου πίσω μου, θα υπάρχουν συναθλητές, κι όμως, δεν ακούγεται τίποτα. Σβήνω το φακό, για να διαπιστώσω πως θα μου φανεί, αν ξεμείνω από μπαταρίες. Τύφλα. Χαζομάρα, τι θα κάνω αν δεν ανάψει τώρα; Ανάβει, ευτυχώς. Δεν τον αγόρασα και φτηνά.
Σημαδάκια στα δέντρα, πόσο χαίρομαι κάθε που τα βλέπω. Ανυπόφορη η ανασφάλεια, ακόμα και κάποιων δευτερολέπτων. Αλλά αυτά τα δυο φωσφωριζέ σημάδια γιατί είναι τόσο εκτός πορείας, και διαφορετικού χρώματος; Μα, δεν είναι σημάδια. Είναι τα λαμπρά μάτια κουκουβάγιας. Μακάρι να τα είχα κι εγώ τώρα. Πανέμορφο θέαμα. Στέκεται ακίνητη, σ' ένα κλαδί και με κοιτά το ίδιο επίμονα, όπως την κοιτώ κι εγώ. Τι να σκέφτεται άραγε για την παρουσία μου; Εγώ είμαι το περίεργο πλάσμα σ' αυτό το μέρος.
Ανηφόρα κάθετη, ανάμεσα σε κορμούς. Πρέπει να κοιτάς πολύ ψηλά για να δεις αστέρια. Τι ώρα είναι, σε ποιο χιλιόμετρο βρίσκομαι, πόσο περιθώριο έχω, πόση ακόμα αντοχή; Ανεβαίνω, όμως, αργά αλλά σταθερά, αρκεί να μη χαθώ, αρκεί ν' ακολουθώ σημάδι το σημάδι, όπως ο κοντορεβυθούλης τα ρεβίθια του, για να βρεθώ στην αρχή. Δηλαδή, οι πρώτοι έχουν φτάσει πριν νυχτώσει, ε; Χάνουν περιπέτεια. Αλλά δεν θέλω άλλο περιπέτεια, θέλω να φτάσω, έγκαιρα.
Κάποιες φωνές ακούγονται, κάτι με περιμένει εκεί ψηλά. Επιβεβαιώνω ξέπνοα πως είμαι εγώ. Θριαμβικές κραυγές ξεσπούν, μα ποιοι είναι τέλος πάντων; Έκπληξη. Η παρέα μου, σε μια απρόβλεπτη εμφάνιση, μαζί με την Δήμητρα και την Μαρίνα. Πως βρέθηκαν εδώ; Ένα μικρό στέκι, στο μέσον της ζούγκλας, στο τέλος μιας ανηφόρας, και πριν την αρχή μιας άλλης. Καταβροχθίζω ό,τι βρίσκω, πλήρης σωματικός και ψυχικός ο ανεφοδιασμός μου. Κι ο Κώστας με τον Δημήτρη ακολουθούν, μαθαίνω. Κάπου πίσω μου είναι κι έρχονται. Πολύ ωραία.
Και μετά, πάλι μόνος, χαμένος στην καρδιά του σκότους. Τα φώτα, τα γέλια, η συντροφιά, όλα έχουν σβήσει, σαν μόνο μέσα στο μυαλό μου να ήταν ανοιχτά. Όποιος έχει δει την ταινία που προανέφερα και την θυμάται επαρκώς, θα καταλάβει ποια σκηνή αντιστοιχεί σ' αυτόν τον απρόσμενο σταθμό.
Ανεβαίνω ξανά. Φαίνεται πως κερδίζω το στοίχημα του χρόνου, όχι με ιδιαίτερη άνεση πάντως. Και, κάπου το τοπίο γίνεται γνωστό. Μα, ναι, είμαι στο μονοπάτι του καταρράκτη του Λειβαδίτη. Είμαι σε οικείο τόπο, κι ας τον αγριεύει η νυχτιά. Το έχω περπατήσει πρόσφατα αυτό το μονοπάτι κι έτσι τώρα που το κατεβαίνω....
Αλλά, για μια στιγμή, γιατί το κατεβαίνω; Τι γυρεύω στον καταρράκτη; Το σωστό είναι να ανεβαίνω. Που να πάρει, πόσο χρόνο έχασα, μέχρι να ξαναβρεθώ στο σωστό σημείο, 10, 15 λεπτά; Αν ξεφύγω από την προθεσμία των 19 ωρών για 20 λεπτά δεν με νοιάζει, αλλά αν την χάσω για 15 θα με πειράξει πολύ.
Τώρα με σπρώχνει ο εκνευρισμός. Βρίσκομαι ήδη στα τελευταία επτά χιλιόμετρα του χωματόδρομου. Πινακίδες τα μετρούν αντίστροφα. 7...6...5... Θαύμα, το μόνο που έχω να κάνω είναι να κρατηθώ ακόμα και στον γελοίο ρυθμό των 10 λεπτών το χιλιόμετρο. Εύκολο, σκέφτομαι αρχικά και χαίρομαι. Όχι πάντα, θυμάμαι αμέσως μετά κι ανησυχώ. Τον πρώτο αγώνα της χρονιάς, 100 χιλιόμετρα στην άσφαλτο, τον έχασα γιατί δεν κατάφερα στα τελευταία 15 χιλιόμετρα να κρατήσω τον εύκολο ρυθμό των 6 λεπτών στο καθένα τους.
4...3...Τι φώτα είναι αυτά, αριστερά του δρόμου; Αυτοκίνητο! Και τι γυρεύει εδώ; Εμάς καρτερούν; Όχι, κάποιοι ασχολούνται μ' ένα αντίσκηνο. Αλλά γιατί αντίσκηνο εδώ; Η κατασκήνωση είναι μόλις 2 χιλιόμετρα παρά πέρα.
Κι άλλα φώτα δεξιά. Μα ναι, εδώ είναι η κατασκήνωση, εδώ είναι το τέλος, δεν μπορεί να κάνω λάθος. Δεν υπάρχει άλλος ίχνος πολιτισμού τριγύρω. Που έβοσκε το 2 σημάδι; Είτε δεν υπήρχε, είτε μου ξέφυγε. Γι' αυτό μου φάνηκε τόσο μεγάλο αυτό το χιλιόμετρο. Αλλά τώρα έφτασα, και, για πρώτη φορά σ' ολόκληρο τον αγώνα, τρέχω τόσο γρήγορα. Απορώ κι εγώ, πως γίνεται αυτό; Θεωρητικά είναι γνωστό, αλλά στην πράξη παραμένει αξιοθαύμαστο. Τα κουδούνια χτυπάνε, ο πρωινός ήχος επαναλαμβάνεται, θριαμβικά πλέον.
Περνώ με φόρα, που σταματά στον Χρήστο, στην παρέα μου, στους λίγους παρευρισκόμενους εκεί, στα χαμόγελα και στις αγκαλιές. Ένα ακόμα όνειρο που τέλειωσε. Μια ζωή ολόκληρη, που συμπυκνώθηκε σε 19 ώρες, αλλά θ' ανοίγει λίγο λίγο για να μου προσφέρει τις αναμνήσεις της, στο διάστημα που θ' ακολουθήσει.
Ο καφές κι οι συζητήσεις τελειώνουν. Τα μαζεύουμε, φεύγουμε κι εμείς. Κοιτώ πίσω μια τελευταία φορά, οι παρουσίες μας έχουν ήδη σβήσει στο ήρεμο πρωινό τοπίο. Το δάσος μας αγκάλιασε και μας άφησε ξανά, όχι ίδιους όμως. Δεν ξέρω αν κανείς απ' έξω θα παρατηρήσει τις αλλαγές, αλλά δεν είμαστε όπως πριν. Αλλάξαμε μέσα σ' αυτήν την αγκαλιά, όταν διαβήκαμε το συμπυκνωμένο ποτάμι της ζωής, όταν φτάσαμε στην καρδιά του σκότους, όταν το σύγχρονο εγώ μας συναντήθηκε με το αρχέγονο ένστικτο, μέσα στο φόβο, στην προσμονή, στην εξάντληση, στην αγωνία, στην αγριάδα και την ομορφιά της φύσης, στον ήχο των κελαριστών νερών, στις καμπύλες του βουνών του μεσημεριού και στα φωσφορίζοντα μάτια μιας κουκουβάγιας το βράδυ.
Φαέθων, Χαιντού, Ζαγόρι, Ροδόπη. Βγαίνω από την καρδιά του σκότους κι επιστρέφω στον πολιτισμό με την ψευδαίσθηση πως είμαι άτρωτος πια. Δεν ξέρω πως, λίγες μόνο μέρες αργότερα, με καρτερεί ο εφιάλτης μου. Ένας τραυματισμός, απρόσμενος κι απρόβλεπτος. Σ’ ένα άνοιγμα ίσιου δρόμου, σε μια συνηθισμένη προπόνηση. Ό,τι δεν μου συνέβη σε αμέτρητα χιλιόμετρα ορεινών αγώνων θα μου συμβεί σ’ ένα σχετικά γρήγορο διακοσάρι. Θα με ταλαιπωρήσει στον μαραθώνιο του Ολύμπου, στην Οίτη, και δεν ξέρω που θα με βγάλει τελικά. Έτσι, αυτήν την στιγμή που επιστρέφω από το δασικό χωριό της Χαιντού, είμαι ανυποψίαστος για όλα όσα μπροστά μου καραδοκούν. Είμαι όμως ευτυχισμένος, γιατί ξέρω πως δημιουργώ ένα πλουσιότερο μέλλον, κάθε φορά που αρπάζω από τα μαλλιά το παρόν της ζωής μου.

                  ---------------------------

Σημ: Για μια φορά σ' αυτή τη σειρά των κειμένων σκέφτομαι να αναφερθώ ευθέως στα πλήρη ονόματα κάποιων πρωταγωνιστών. Λένε πως στους αγώνες όλοι είμαστε μια οικογένεια, αλλά σε μεγάλες διοργανώσεις είναι κάπως δύσκολο να το εισπράξεις έτσι. Στο Rodopi Challenge 50M το ένιωσα, οπότε, πάμε:

-Ψυχή των πάντων, κονφερασιέ, διακτινισμένος σε διάφορα σημεία του αγώνα, σπορ κάστερ και αθλητικός αναμεταδότης ο Χρήστος Κατσάνος.
-Πανταχού παρόντες και τα πάντα πληρώντες, Ηλίας Σπυριδόπουλος, Σαράντης Πασχάλης.
Υπομονή μαζί μου και καλή παρέα, μέχρι το 17ο χιλιόμετρο, έκανε η σκούπα του αγώνα Παναγιώτης Παπάζογλου. (περαστικά Παναγιώτη, για κάποιο πρόβλημα με το πόδι, άκουσα).
-Βραβείο εντυπωσιακότερης επίδοσης, Γρηγόρης Λαμπάκης.
-Αθλητικό κίνητρο και υπόδειγμα ο Κώστας Καστανιώτης.
-Συνεπής βηματοδότης του ανωτέρω ο Δημήτρης Λαμπρινίδης
-Η ιδέα του αγώνα, και πολλά περισσότερα, οφείλονται στον Λαμπρινό Καραγιάννη.
- Μαγνήσιο, (ή μαγγάνιο;), τζελάκι και την προτεραιότητά του στο μπάνιο προσέφερε ο Διονύσης Σταφορίδης. (αυτός ήταν ο αθλητής που ξεκίνησε καθυστερημένα και μας προσπέρασε τελικά;)
-Σκηνοθέτης και καμεραμάν, ο Δημήτρης Μωραίτης.
- Συνοδοί σκηνοθέτη και σούπερ παρέα, ο Δημήτρης Γκουντής κι ο Ηλίας Αργυριάδης. (πόσο θα με βοηθούσε να ήξερα πως ήταν λίγο μόνο μπροστά μου!)
Η σπουδαία γυναίκα που πάντα βρίσκεται πίσω από έναν σπουδαίο άντρα, στην περίπτωσή μας, ήταν η Ελένη Ματθαιοπούλου.
- Μεταφερόμενη ομάδα υποστήριξής μου ο Κώστας Μπακρατσάς, ο Βασίλης Ζαμπούλης και η Αναστασία Κασμερίδου
- Επιτόπια υποστήριξη κι απρόσμενα ευχάριστες παρουσίες στην πιο δύσκολη στιγμή από την Μαρίνα  Καλαιτζή και Δήμητρα Μουσουλέα.
Από κοντά όσοι παρέλειψα ν’ αναφέρω. Συντροφιά και περιστασιακή παρέα ήταν όλοι αυτοί, οι άγνωστοι σε μένα δρομείς, που νιώθω σαν γνωστούς μου πια. Εκεί πέρα, στα βουνά, βρίσκονται αυτά τα μαγεμένα μονοπάτια, όπου συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε, όπως λέει κι ένα τραγούδι, αλλά θα βρεθούμε ξανά, όπως λέει ένα άλλο.

1 σχόλιο:

  1. Τι ωραίο ταξίδι κάναμε φίλε! Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή που τ' αποφάσισα, και ανυπομονώ για το επόμενο!
    Σ'ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή