Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Έξη.




   Οι ενδορφίνες είναι φυσικές ουσίες που παράγονται στον εγκέφαλο και η δράση τους είναι ανάλογη των οπιοειδών ουσιών. Είναι ουσίες αντι stress, βασικό δηλαδή στοιχείο ευτυχίας. Επίσης μπορούν και μπλοκάρουν τα μηνύματα πόνου στο νευρικό σύστημα, με αναλγητικά αποτελέσματα ανάλογα, ή και καλύτερα, της μορφίνης. Η ίδια η λέξη προέρχεται από το συνδυασμό των λέξεων ενδογενής και μορφίνη. Με δυο λόγια, πρόκειται για φυσικές ουσίες οι οποίες ανεβάζουν τη διάθεση κι ελαττώνουν τον πόνο. Καθώς τα επίπεδά τους αυξάνονται στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια παρατεταμένης άσκησης - όπως τα περίφημα long runs των δρομέων - σ’ αυτές οφείλεται το λεγόμενο runners high, δηλαδή η περιβόητη ευφορία που νιώθουν οι δρομείς.
Το φαινόμενο της ευφορίας των δρομέων μπορεί να το βεβαιώσει ο καθένας που τρέχει, και χωρίς να χρειαστεί να προβεί σε δηλώσεις. Αυτός που επιστρέφει από το τρέξιμο, παρά την κούραση, μεταφέρει μια ευδιάκριτη ευδιαθεσία, που διαρκεί αρκετά. Αυτό, ωστόσο, που μπορούν να βεβαιώσουν όσοι ζουν με δρομείς, είναι η δυσθυμία, ο εκνευρισμός, ακόμα και οι εκδηλώσεις συνδρόμου στέρησης, που εμφανίζονται όταν, για κάποιους λόγους, ο δρομέας αποκόπτεται από τη δραστηριότητά του. Ιδίως αν αυτό διαρκέσει για αρκετό διάστημα, κάτι σύνηθες σε περιπτώσεις τραυματισμών.
Αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο. Ένας υψηλός πυρετός δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια διάθεσης για τρέξιμο, ένας τραυματισμός, όμως, είναι πραγματικός εφιάλτης για κάποιον που σφύζει από ζωντάνια, αλλά παραμένει καθηλωμένος εξ αιτίας ενός πόνου. Είναι πολύ δύσκολο να βιώνεις για εβδομάδες και μήνες την έλλειψη αυτού που αποτελούσε για σένα τρόπο ζωής. Αν προστεθεί το ότι παρατεταμένη αποχή σημαίνει και μερική απώλεια μιας δύσκολα κεκτημένης φυσικής κατάστασης ή και το χάσιμο ενός πολυπόθητου αγώνα, τότε το πράγμα χειροτερεύει.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις όπου το σύνδρομο στέρησης εμφανίζεται κατά τη διάρκεια μιας ολιγοήμερης αποχής, ή, ακόμα και στο διάστημα μιας και μόνης μέρας. Φαίνεται υπερβολικό στον οποιοδήποτε, ακόμα και στον ίδιο το δρομέα πολλές φορές, αλλά συμβαίνει. Δεν υπάρχει προπονητικό πρόγραμμα που να μην προβλέπει μια τουλάχιστον μέρα ξεκούρασης την εβδομάδα, κι όμως ένα μεγάλο ποσοστό δρομέων δηλώνει πως αυτή η μέρα είναι η δυσκολότερη. Σε πρόσφατη έρευνα, στην Αμερική, το μεγαλύτερο ποσοστό των δρομέων δήλωσε πως δεν θα θυσίαζε το τρέξιμό του για ζητήματα όπως, εργασιακή συνάντηση, οικογενειακή συγκέντρωση, συμμετοχή του παιδιού του σε κάποιο αθλητικό γεγονός, ακόμα και ελαφρά αδιαθεσία. Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, μόνο η περίπτωση ενός άρρωστου παιδιού θα έκανε τους περισσότερους δρομείς να παρεκκλίνουν από το πλάνο τους, αλλά, και πάλι, ένα διόλου ευκαταφρόνητο 38%, ούτε τότε θα έχανε το τρέξιμό του.
Ίσως πρόκειται για την αρχή ενός προβλήματος που μπορεί να πάρει σοβαρές διαστάσεις, όπως από πρώτο χέρι μου έλαχε να ξέρω. Και μολονότι μ’ αρέσει να αισθάνομαι μοναδικός, δεν νομίζω πως αυτό που μου συνέβη αποτελεί ατομική περίπτωση. Αντίθετα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, συνέβη και συμβαίνει σε πολλά μέλη της δρομικής κοινότητας.


   Κανείς δεν ξεκινάει ξαφνικά να γίνει δρομέας μεγάλων αποστάσεων ή υψηλών επιδόσεων. Αυτά έρχονται με τον καιρό. Είναι όπως μια κουκίδα στον ορίζοντα, που όσο την πλησιάζεις την βλέπεις να μεγαλώνει και να μορφοποιείται. Η ικανότητα για μεγάλες αποστάσεις προκύπτει από τη συνεχή βελτίωση και τη ριζωμένη επιθυμία που μας σπρώχνει πάντα για κάτι καλύτερο. Citius, Altius, Fortiuς.
Ξεκίνησα να τρέχω συμπτωματικά. Την ένδοξη εποχή του Γκάλη και του Γιαννάκη οι αθλητικοί χώροι είχαν γεμίσει με μπασκέτες, τα αθλητικά μαγαζιά με μπάλες καλαθοσφαίρισης και κάθε παρέα είχε μετατραπεί σε μικρογραφία εθνικής ομάδας. Δίπλα στα πολύβουα γήπεδα της περιοχής μου υπήρχε ένα μικρό ανοιχτό στάδιο, με ταπεινή στροφή 200 μέτρων. Μ’ έστελνε σ’ αυτό η ντροπή της ήττας, η αίσθηση της αδικίας, ή ένας καυγάς στα ενδότερα του συγκρουσιακού αυτού παιχνιδιού. Ξεκίνησα να πηγαίνω πιο τακτικά, όταν επέλεξα να ασχοληθώ με την ορειβασία. Η ορειβασία ήταν ένα άθλημα όπως ακριβώς το ήθελα. Με σωματική και ψυχοπνευματική διάσταση. Με κοινωνικότητα και συντροφικότητα. Χωρίς φάουλ, εντάσεις, νικητές και νικημένους. Κάτι που σου χαρίζει την αίσθηση του μεγαλείου, αλλά ταυτόχρονα σε βοηθά να συνειδητοποιείς την ασημαντότητά σου. Το βουνό τοποθετεί τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Δεν υπήρξε κορυφή που να μην με βοήθησε να ξεχάσω τις σκοτούρες μου. Όπως και το τρέξιμο, νομίζω πως δεν θα σταματήσω ποτέ να το κάνω.
Για να χαρείς όμως όσα το βουνό έχει να σου δώσει χρειάζεται μια καλή φυσική κατάσταση. Ακόμα και για θέματα ασφαλείας, της δικιάς σου ή του διπλανού σου. Δεν μπορείς ν’ απολαύσεις μια ανάβαση, όταν σε τσακίζει το βάρος του σακιδίου. Ούτε μπορείς να χαρείς μια κορυφή, αν φτάσεις σ’ αυτήν ξεθεωμένος.
Το τρέξιμο, λοιπόν, ήταν απαραίτητο. Πολύ σύντομα, όμως, διεκδίκησε και κέρδισε την ανεξαρτησία του.
Δεν θυμάμαι επακριβώς πως εξελίχτηκε, μπορώ όμως να περιγράψω σε γενικές γραμμές τα στάδιά του. Η διακοσάρα στροφή, πολύ γρήγορα, αποδείχτηκε μικρή και βαρετή. Ο δασικός δρόμος, έρημος τότε, ήταν το επόμενο, φυσικό τερέν. Είχε ανηφόρες, κατηφόρες και στροφές. Πίσω από κάθε στροφή κρυβόταν ένας πίνακας, με μια άγνωστη θέα των λόφων, των βουνών και του κάμπου ανάμεσά τους. Επίσης, όσο μακριά κι αν μου φαινόταν πως πήγαινα, ο δρόμος έμοιαζε να συνεχίζει ατέλειωτος. Κάθε φορά που κατάφερνα να φθάνω λίγο παραπέρα ανταμειβόμουν από μια καινούργια θέα. Και κάθε φορά, πριν αρχίσω να επιστρέφω, έκανα μια μικρή στάση, για να δω πως ο δρόμος συνέχιζε, γεμάτος ομορφιά και υποσχέσεις. Ήταν μια συναρπαστική πρόκληση.
Όλα ακολούθησαν φυσιολογικά. Ήρθαν οι συντροφιές, οι σχέσεις, οι αγώνες. Γνώρισα την μαραθώνια κλασική διαδρομή, το 96, κάνοντας ένα χρόνο αρκετά καλό για κάποιον που δεν είχε πρόγραμμα και χρονόμετρο, αλλά έτρεχε ενστικτωδώς σ’ ένα δασικό δρόμο. Μετά ήρθε και το πρόγραμμα και το χρονόμετρο. Μαζί τους, οι καλύτερες επιδόσεις και οι περαιτέρω φιλοδοξίες. Κάτι που είχε ξεκινήσει ως βοηθητικό άθλημα άρχισε να γίνεται αυτοσκοπός. Ροκάνιζε κομμάτια που είχα φυλαγμένα γι’ άλλες πλευρές της ζωής μου. Μου χάριζε ζωτικότητα, την οποία όμως έπρεπε να διατηρώ για την επόμενη προπόνηση. Συμπεριφερόταν σαν ζηλιάρα ερωμένη, που δεν σου επιτρέπει να κοιτάξεις αλλού. Μου πρόσφερε όμορφες στιγμές, αλλά με απορροφούσε από τα υπόλοιπα ενδιαφέροντά μου, κάτι που το δέχτηκα δίχως ενοχές. Αντίθετα, μεμφόμουν τον εαυτό μου, που ενώ είχε δοκιμάσει τόσα αθλήματα, αυτό, το τόσο απλό κι ωραίο, δεν το είχα γνωρίσει πριν από τα τριάντα τόσα μου χρόνια.
Πτυχές της καθημερινότητας, κοινωνικές σχέσεις, λοιπά ενδιαφέροντα, συρρικνώθηκαν και τοποθετήθηκαν σε τροχιά γύρω από τον ήλιο του νέου αθλήματός μου. Ούτε και τότε υπήρξε πρόβλημα. Άρχισε να εμφανίζεται όμως, σιγά - σιγά, όταν οι προπονήσεις έφτασαν να γίνονται εξαντλητικές. Και καθώς, λόγω ιδεολογίας ή ιδιοτροπίας, απέφευγα τη βοήθεια ακόμα κι ενός απλού διατροφικού συμπληρώματος, έφτανα τακτικά ως το κατώφλι μιας ήπιας υπερκόπωσης. Ένιωθα πως μπορώ να κάνω τα πάντα στο στάδιο - ναι, το στάδιο είχε αντικαταστήσει τον αγαπημένο μου δασικό δρόμο, αφού στους διαδρόμους του λειτουργούσε η ακριβής χρονομέτρηση - αλλά αν το βράδυ χρειαζόμουν ένα ποτήρι νερό θα προτιμούσα να υπήρχε κάποιος που θα μου το φέρει.
Οι έξοδοι τροποποιήθηκαν ώστε να περιλαμβάνουν έγκαιρη επιστροφή για τον βραδινό ύπνο. Δεν υπήρχαν διαλείμματα, ούτε καν τα καλοκαίρια. Κάθε μια από τις ημέρες του χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των ονομαστικών εορτών και γενεθλίων, θα έπρεπε να χωρά τουλάχιστον 10 χιλιόμετρα, αλλιώς δεν ήταν καλή. Όταν δεν το επέτρεπε ο φόρτος εργασίας ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις, επιστρατεύονταν οι πιο απίθανες ώρες και τα πιο εξωφρενικά μέρη. Ζούσα δίπλα στη θάλασσα, αλλά δεν έκανα μπάνια. Συνόδευα την οικογένεια και τους περίμενα να βγουν απ' αυτήν, πίνοντας καφέ και καταστρώνοντας το δρομικό μου πλάνο. Ήμουν αρκετά εξαντλημένος και το νερό μου φαινόταν παγωμένο τις λίγες φορές που το δοκίμασα. Αλλά η συναλλαγή δούλευε. Έτρεχα και, παρότι κατάκοπος, γύριζα ευτυχισμένος. Το τρέξιμο μου χάριζε την ευτυχία κι εγώ την αποκλειστική αφοσίωση. Είχα αρχίσει να λησμονώ άλλα πράγματα, που επίσης μου έδιναν χαρά κάποτε.
Κάθε φορά που το συναντώ να συμβαίνει - και συμβαίνει συχνά - μου φαίνεται περίεργο. Άνθρωποι υψηλής αντίληψης, που μπορούν με θαυμαστή ευκολία ν’ αποκωδικοποιούν τρόπους και συμπεριφορές τρίτων, αδυνατούν ν’ αντιληφθούν κάτι εμφανές που ενυπάρχει στους ίδιους και ταλανίζει τη ζωή τους. Δεν ξέρω αν είμαι ευφυής, δεν ξέρω καν αν χρειαζόταν ευφυΐα για να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβαινε. Αυτό που με ταρακούνησε ήταν η απλή θλιμμένη παρατήρηση μιας φίλης της παρέας μας, κάποιο βράδυ, σε μια πιτσαρία. (οι δρομείς ξέρουν τι είχα παραγγείλει, ήμουν τόσο σταθερός που δεν άνοιγα καν τον κατάλογο στα εστιατόρια). Η εύστοχη παρατήρηση της ήταν πως έχω χάσει το χιούμορ μου, αυτό το χαρακτηριστικό, που πάντα με συνόδευε. Ακόμα και το χαμόγελό μου, είχε γίνει πια σπάνιο.
Έμεινα συλλογισμένος. Η ίδια δεν είχε τον τρόπο να καταλάβει το γιατί. Εγώ όμως το ήξερα. Η κουβέντα της ήταν ένας καθρέφτης, που απορούσα γιατί έπρεπε κάποιος άλλος να μου τον φέρει μπροστά, ώστε να μπορέσω να δω τον εαυτό μου. Ήταν τόσο φανερό πως το αγαπημένο μου άθλημα είχε από καιρό αρχίσει να επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα, από όσα το καθιστούν τόσο ωφέλιμο κι αγαπητό στους πιστούς του.

                                                            -------------------

   Το βιβλίο του Colin Blakemore ‘Η μηχανή του Νου’ είναι από αυτά που θέτουν τη μηχανή του νου μας σε βαθύ προβληματισμό. Η πλήρης εξερεύνηση της λειτουργίας του εγκέφαλου θέλει πολύ δρόμο ακόμα, καθώς το πεδίο αποδεικνύεται άπειρο, όπως και το σύμπαν. Όπως πολύ σωστά αναφέρεται, αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος ήταν κάτι απλό, τότε, πάλι, θα ήμασταν πολύ χαζοί για να το κατανοήσουμε. Αυτό που στο προκείμενο μας ενδιαφέρει αφορά το ρόλο της χημείας στη γενικότερη συμπεριφορά. Είναι γνωστό το πόσο αυτή μπορεί να επηρεάζεται από μια απορύθμιση του θυρεοειδούς, από μια κλιμακτήριο, ή από μια απλή έλλειψη ύπνου. Η θεωρία πως τα πάντα είναι θέμα χημείας στοιχειοθετείται με τρόπο που δεν μπορείς να αρνηθείς, αλλά και δυσκολεύεσαι να παραδεχτείς. Βάσει της θεωρίας, η κάθε συμπεριφορά ακολουθείται (ή μήπως ακολουθεί;) μια συγκεκριμένη χημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα στον εγκέφαλο.
Είναι, λοιπόν, ο έρωτας θέμα χημείας; Είναι το γέλιο ή η θλίψη αποτέλεσμα ένωσης ουσιών; Είναι η παραβατική  συμπεριφορά κατάληξη μιας ιδιοτροπίας των ορμονών; Η οργή; Η κατάθλιψη; Το πάθος; Αν ναι, τότε αυτό που ονομάζουμε ελεύθερη βούληση δεν είναι άλλο από μια ψευδαίσθηση; Είναι οι αξίες μας θέμα ορμονών κι όχι κουλτούρας; Μήπως η συμπεριφορά μας οφείλεται σε ρυάκια ουσιών που σμίγουν και χωρίζουν κι όχι σε θέματα ανατροφής και διαπαιδαγώγησης;
Και, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η εξάρτησή μου από το τρέξιμο αποτέλεσμα εθισμού σε ουσίες που, αν και απόλυτα φυσικές, λειτουργούσαν όπως τα ναρκωτικά;


   Στα είκοσι χρόνια που τρέχω υπήρξαν αρκετοί, λιγότερο ή περισσότερο σοβαροί, τραυματισμοί. Τους περισσότερους τους προκαλούσα μόνος μου. Στην αρχή ήταν η κατάχρηση, που επέφερε το πρώτο πλήγμα. Ακολουθούσε η άρνηση συμμόρφωσης απέναντι σε εύλογες οδηγίες. Θύμα στενοκεφαλιάς, (ή ίδιον εξαρτημένου ατόμου;) κατάφερνα να μετατρέπω κάτι αρχικά ασήμαντο σε σοβαρό. Ό,τι θα μπορούσε να ιαθεί με λίγες μέρες ανάπαυλας, το έφερνα σε κατάσταση που απαιτούσε εβδομάδες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μήνες.
Το πρώτο μου σοβαρό τραυματισμό τον βίωσα τόσο βασανιστικά, που, ακόμα και σήμερα, ζω με τη φοβία της επανάληψής του. Θυμάμαι τις ατέλειωτες μέρες στην αίθουσα των βαρών του εθνικού σταδίου, όπου προσπαθούσα να παρηγορηθώ μ’ εναλλακτικές ασκήσεις. Θυμάμαι ν’ ασφυκτιώ, ν’ ανοίγω την πόρτα, ίσα για να βλέπω την παρέα των φίλων μου να τρέχει και να αισθάνομαι σαν  θηρίο στο κλουβί του. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν πως αυτό που αδυνατούσα να πράξω αυτοβούλως, το έπραττα αναγκαστικά. Ήμουν σε υποχρεωτική  αποχή από το τρέξιμο. Δεν έτρεχα, διότι δεν μπορούσα να τρέξω.
Σ’ έναν από τους ύστερους, όμως, τραυματισμούς οι αντιδράσεις μου ήταν διαφορετικές. Δεν μ’ ενδιέφερε πια να τρέξω, διότι δεν είχα το κουράγιο ν’ αρχίσω από την αρχή, ούτε να ξεκινήσω μια καινούργια πάλη με το χρονόμετρο. Άλλωστε, είχαν περάσει χρόνια, κι ίσως να μην είχα καν την ικανότητα να επανέλθω στο παλιό μου επίπεδο. Τι νόημα είχε, λοιπόν, να επιμείνω σε κάτι που δεν θα μπορούσα πια να το κάνω καλύτερα, απ’ ότι το έκανα κάποτε;
Σταμάτησα το τρέξιμο. Επέστρεψα ξανά στα παλιά μου ενδιαφέροντα. Μ’ έπιασε απελπισία όταν συνειδητοποίησα πόσο πίσω είχαν μείνει τα διαβάσματά μου. Δεν μπορούσα πια να συνεισφέρω πολλά στις σοβαρές συζητήσεις της παρέας. Άρχισα να βλέπω μανιωδώς κινηματογράφο, έπρεπε να καλύψω τα κενά. Βιαζόμουν να επουλώσω τα χάσματα που είχαν δημιουργηθεί. Ήταν η εποχή που έγραφα βιβλία, και δεν μπορείς να γράφεις βιβλία αν δεν διαβάζεις βιβλία, όπως δεν θα μπορούσα να γράψω για το τρέξιμο αν δεν έτρεχα. Με βοηθούσε που οι μέρες μου είχαν πια περισσότερες ώρες. Τα απογεύματα είχαν ελευθερωθεί και μεγαλώσει. Μπορούσα να παρακολουθώ συναυλίες που ξεκινούσαν στις 12 το βράδυ και τελείωναν στις 4,30 το πρωί. Δεν υπήρχε long run στο πρόγραμμα της επομένης. Ήμουν ελεύθερος. Κι υπήρξαν στιγμές που έφτασα να μέμφομαι το τρέξιμο, γι’ αυτά που είχα στερηθεί εξ αιτίας του.
Παρόλο, λοιπόν, που το τρέξιμο, μ’ όλες τις παράγωγες ουσίες του, είχε ενσωματωθεί στη ζωή μου, εν τούτοις, είχα καταφέρει να μπαινοβγαίνω. Και όταν επανήλθα, οριστικά αυτή τη φορά, έχω την πεποίθηση πως δεν ήταν οι ενδορφίνες μου που το αποφάσισαν.


Πρωί Κυριακής, 7 Σεπτεμβρίου 2008
   Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου του 2008 το πρόγραμμα του ορειβατικού μου συλλόγου προέβλεπε ανάβαση στον Όλυμπο, από τη δύσκολη και μακρινή κόψη του Μπαρμπαλά. Ήταν μια από τις πιο ζεστές μέρες που θυμάμαι. Επιπλέον, λίγο πριν βγούμε από την πίσω πλευρά στο καταφύγιο του Σ.Ε.Ο. Θεσσαλονίκης, ένα πέρασμα μου φάνηκε αρκετά επικίνδυνο, για να επιχειρήσω να το κατεβώ την επομένη. Έτσι, το πρωί της Κυριακής, επιστρέφαμε από διαφορετική διαδρομή, από το μονοπάτι που περνά από το λαιμό της Σκούρτας.
Το τρέξιμο και οι αγώνες ήταν παρελθόν, ορισμένων, αλλά καθοριστικών μηνών. Ένα φοβερό στραπάτσο στο μαραθώνιο της Ζυρίχης, κι ένα επόμενο στο Περτούλι, ήταν το πλήγμα στον εγωισμό που συμπλήρωνε τους λόγους της απόφασής μου, να αποκοπώ οριστικά από κάτι στο οποίο, έτσι κι αλλιώς, παρέμενα με μισή καρδιά. Έκανα θαλασσινά μπάνια με την ψυχή μου εκείνο το καλοκαίρι, που σε συνδυασμό με τις αναβάσεις μου στα βουνά καθιστούσαν το ζήτημα της φυσικής μου κατάστασης καλυμμένο.
Και δεν ξέρω ποια θα ήταν η εξέλιξη της ζωής μου, αν επιστρέφαμε από την ίδια που ανεβήκαμε διαδρομή. Ή αν επρόκειτο για μια Κυριακή από τις συνηθισμένες. Απορώ πόσο αψήφιστα είχα πάρει το γεγονός πως βρισκόμουν στον Όλυμπο μια πολύ συγκεκριμένη και σημαδιακή μέρα. Την μέρα που, κάποτε, περίμενα έναν ολόκληρο χρόνο για να έρθει. Την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, που από παράδοση φιλοξενούσε τον αγαπημένο μου αγώνα. Τον ορειβατικό μαραθώνιο του Ολύμπου.
Ο Νίκος Σιδερίδης
Κατεβαίνοντας την περιβόητη για την κλίση της Σκούρτα, είδαμε τον πρώτο, άγνωστο σε μένα, αθλητή ν’ ανεβαίνει. Τον ενθάρρυνα, ενώ είδα να πλησιάζει κι ο δεύτερος. Όταν συναντηθήκαμε τα πρόσωπά μας έλαμψαν. Ήταν ο Νίκος. Τον ήξερα από παλιά, νεαρό ακόμα. Είχα ακούσει πως έκανε προόδους στο άθλημα, αλλά εγώ ήμουν έξω απ’ αυτό για να γνωρίζω λεπτομέρειες. Το διαπίστωνα τώρα και με χαροποιούσε, καθώς θεωρώ πως ήμουν ένας απ’ αυτούς που τον επηρέασαν στο ξεκίνημά του. Σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο του ορεινού τρεξίματος.
Με την ομάδα μου χειροκροτήσαμε, έναν έναν, όλους τους αθλητές, μέχρι τον τελευταίο. Και ζήλεψα έναν έναν, όλους τους αθλητές, μέχρι τον τελευταίο. Γιατί κι ο τελευταίος, ίδρωνε, πάσχιζε, δεν θα κατάφερνε να τελειώσει τον αγώνα, αλλά ήταν εκεί. Σε κάθε έναν από τους ανθρώπους που πάλευαν με μια ανυπόφορη θερμοκρασία, σε μια ατέλειωτη ανηφορική διαδρομή, έβλεπα ξανά τον εαυτό μου. Εκείνη τη στιγμή είχα γυρίσει. Δεν έτρεχα, αλλά ήμουν πάλι δρομέας. Η απόφαση πάντα προηγείται και το σώμα ακολουθεί.
Την επόμενη κιόλας εβδομάδα πάσχιζα να βγάλω έναν αγώνα 16 χιλιομέτρων στα Γιαννιτσά. Την αμέσως επόμενη, έναν ημιμαραθώνιο στην Αριδαία. Την αμέσως επόμενη, τον πρώτο ορεινό αγώνα στον Μπούρινο. Ήταν Σεπτέμβριος του 2008 κι είχα αποδυθεί σ' ένα αγωνιστικό σερί που, αν και εξασθενημένο λόγω κρίσης, διαρκεί ακόμα. Ήμουν σαν ένας διψασμένος που βουτούσε ολόκληρος στη στέρνα. Ένας αναβαπτισμένος πιστός. Ένας εμφορούμενος από μια ζωογόνο μανία.
Επρόκειτο για μια φρενίτιδα. Το 2009 έτρεξα σε 23 αγώνες - η βενζίνη ήταν φθηνή τότε και μπορούσα να τραβολογιέμαι στα διάφορα σημεία της χώρας. Το 2010 σε 25. Το 2011 μόνο 12, αλλά ήταν οι μεγαλύτεροι που έχω τρέξει ποτέ. Για πάνω από 3 χρόνια δεν υπήρξε Κυριακή με αγώνα εντός ή και εκτός βολής, από Θράκη μέχρι Πελοπόννησο, που το όνομά μου να λείπει από τη λίστα των συμμετοχών. Ξανάγινα συνδρομητής στο αγαπημένο μου περιοδικό, Runners World. Προμηθευόμουν ταυτόχρονα και το ελληνικό. Έστειλα επιστολή στη στήλη των αναγνωστών του, σχετική με την επιστροφή μου στο άθλημα, και κέρδισα ένα ζευγάρι Ν.Β. Δεν ήταν αρκετά, αφού, ταυτόχρονα, είχε επιστρέψει και το πάθος μου για τα αθλητικά παπούτσια. Τα ράφια μου σύντομα γέμισαν από μοντέλα όλων των εταιριών - ακόμα διαθέτω αφόρετα ζευγάρια τα οποία μπορούν να με καλύψουν για μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης. Ξαναβρήκα τους φίλους μου και τις παλιές μας συζητήσεις. Ξαναθυμήθηκα τις ιστορίες που μας συνέδεαν, τόσα χρόνια, σε προπονήσεις και αγώνες. Το τρέξιμο μπήκε στο καθημερινό μου πρόγραμμα. Ούτε μια μέρα χαμένη, όπως παλιά. Η ζωή μου είχε ξαναβρεί το χαμένο της στόχο.
Με λίγα λόγια, ήμουν πάλι εξαρτημένος.



Όχι. Δεν ήμουν.
Δεν υπήρχε πια άγχος, μόνο χαρά. Δεν υπήρχαν χρονομετρημένες προπονήσεις, αλλά αποστάσεις γενικής διάρκειας. Δεν υπήρχαν απαιτήσεις επιδόσεων, ήξερα πως ποτέ δεν θα ξανάβρισκα την παλιά μου, όχι σπουδαία έτσι κι αλλιώς, ταχύτητα. Ανακάλυψα, όμως, πως μπορώ να πηγαίνω μακρύτερα, περισσότερο απ’ όσο ποτέ μου είχα φανταστεί. Η έκταση της απόστασης που μπορούσα να καλύψω ήταν η νέα μου και απείρως συναρπαστικότερη πρόκληση. Στους περισσότερους πλέον αγώνες κατατασσόμουν αρκετά κάτω από τη μέση, αλλά ήμουν με ασφάλεια μέσα στα χρονικά περιθώρια των διοργανωτών. Δεν μ’ ένοιαζε η θέση, μ’ ένοιαζε να τελειώσω εμπρόθεσμα, όσους περισσότερους αγώνες μπορώ, κι αυτό το κατάφερνα ακόμα και στους πιο απαιτητικούς από αυτούς.
Και, το κυριότερο, ήμουν ο εαυτός μου. Με το χιούμορ και τα ενδιαφέροντά μου. Με τις παρέες και τις συντροφιές μου. Η προετοιμασία και οι αγώνες δεν ήταν ψυχικό άγος, αλλά μια γιορτή από την οποία δεν ήθελα  να λείπω.  Η συμμετοχή μου σ’ αυτούς συνδεόταν με την ευκαιρία για μια οικογενειακή εκδρομή ή ένα ταξίδι, όπου όλοι ήμασταν ικανοποιημένοι. Τα ξενύχτια περιορίστηκαν πάλι, αλλά δεν ήταν παραχώρηση στον επανακτημένο τρόπο ζωής μου. Δεν ήθελα να ξενυχτώ, έτσι κι αλλιώς. Με τα χρόνια οι συνήθειες αλλάζουν. Ως νέος, σπάνια έβλεπα την ανατολή. Τώρα προτιμώ να πετιέμαι γεμάτος ζωντάνια από το κρεβάτι, κάτι που το οφείλω στο τρέξιμο.
Είμαι, λοιπόν, ξανά στο δασικό μου δρόμο και ξαναβρίσκω το παιδί που ήμουν, μέσα στις διαδρομές του. Μετρώ το αεροβικό μου κατώφλι όχι με ρολόγια, αλλά με την ικανότητα να συντηρώ μια κουβέντα με τους φίλους μου, τρέχοντας στον καθαρό αέρα και στα εναλλασσόμενα τοπία.
Κι ας κάνω πάλι τα παλιά μου λάθη. Αυτή τη στιγμή ένας πόνος στο γόνατο δεν θα υπήρχε, αν εφάρμοζα σε πράξη μερικά απ’ όσα η πείρα μου δίδαξε. Μόνο να ελπίζω μπορώ πως δεν θα χειροτερέψει, γιατί σκοπεύω πάλι να τρέξω αύριο. Αργά έστω, αρκεί να τρέξω. Αυτούς τους δύσκολους καιρούς το έχω περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Τα ψυχοφάρμακα ας περιμένουν άλλους στα ράφια των φαρμακείων. Οι ενδορφίνες μου κάνουν υπέροχη δουλειά.
Αλλά δεν επιλέγουν αυτές τον τρόπο της ζωής μου. Η μουσική δεν ενεργοποιεί ενδορφίνες, κι όμως, αν για κάποιο λόγο δεν μπορούσα ν’ ακούω, θα εμφάνιζα στερητικά συμπτώματα. Όλα τα πάθη και οι λαχτάρες μας δεν είναι χημικοί εθισμοί, κι ας μοιάζουν. Το θύμα ενός άτυχου έρωτα μπορεί να αντιδρά όπως κάποιος χρόνια καταθλιπτικός, ο καθαυτός έρωτας, όμως, είναι πηγή δύναμης κι ευτυχίας. Χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν στην εκκλησία, κάθε Κυριακή. Άλλοι τόσοι παρακολουθούν  ποδόσφαιρο, κάθε Κυριακή.
Εγώ, είτε σε αγώνες, είτε στον αγαπημένο δασικό μου δρόμο, τρέχω κάθε Κυριακή. Όχι γιατί μου το επιτάσσουν χημικοί λόγοι, αλλά γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής μου.
Έτσι το νιώθω, τουλάχιστον.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Ο βασιλιάς κι ο τελευταίος στρατιώτης.

στη μνήμη Νίκου Νίντου


Μέχρι πριν από κάποια χρόνια έπαιζα σκάκι. Όπως μ’ όλα τα πράγματα με τα οποία έχω κατά καιρούς καταπιαστεί το έφτασα κι αυτό σ’ ένα αξιοπρεπές ερασιτεχνικό επίπεδο και τίποτα παραπάνω. Σταμάτησα κάποτε, όταν αποφάσισα πως μου τρώει πολύ χρόνο. Αφορμή υπήρξε και μια φίλη μου, μαθηματικό μυαλό κι επάγγελμα, με την οποία διεξήγαγα τις τελευταίες μου παρτίδες. Συνήθως την κέρδιζα, αλλά ήταν ο τύπος που δεν τα παρατούσε, ακόμα κι όταν γινόταν φανερό πως δεν είχε τρόπο ν’ ανατρέψει το παιχνίδι. Αγωνιζόταν μέχρι και τον τελευταίο της στρατιώτη. Κι όταν αυτός έπεφτε, έπρεπε να κυνηγώ το βασιλιά της μέχρι το έσχατο τετράγωνο. Η τελευταία μας παρτίδα άγγιξε τις 2,5 ώρες. Παρότι έχανε, έδειχνε πολύ ικανοποιημένη που είχε παλέψει μέχρι το τέλος, αντίθετα με μένα που με φόρτιζε η οριστικοποίηση μιας βέβαιης νίκης, που όμως καθυστερούσε εκνευριστικά.
Το σίγουρο είναι πως ο χρόνος που αφιέρωνα στο σκάκι ήταν αρκετός για μια στατιστική πιθανότητα του θανάτου μου πάνω στην σκακιέρα, πόσο μάλλον που συνοδευόταν από καθισιό και άγχος. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα να πεθάνω κάποιες ώρες μετά την παρτίδα. Θα μπορούσα να πεθάνω διαβάζοντας, γράφοντας ή βλέποντας κινηματογράφο. Μόνο που κανείς δεν θα συνέδεε το θάνατό μου με το σκάκι, το διάβασμα, το γράψιμο ή το σινεμά.
Αλλάζω σκηνικό. Το φθινόπωρο του 2011 τερμάτισα τρεις μαραθώνιους σε τρεις εβδομάδες. Βερολίνο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι. 6 μέρες μετά ξεκινούσα το VFT των 120 ορεινών χιλιομέτρων. Το τερμάτισα κι αυτό. Όλα μέσα σε διάστημα ενός μήνα. Έζησα μια από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου, που ακόμα κι αν βρω τη δύναμη δεν θα βρω τον κουμπαρά για να την επαναλάβω. Μην βιαστείτε να με μεμφθείτε, αυτά που διαβάζετε δεν είναι αποτέλεσμα κρίσης αλαζονείας. Είναι τα αποτελέσματα ενός πειράματος που δεν θέλω να κρατήσω για τον εαυτό μου. Ανάλογα πειράματα θα έχουν κάνει κι ο φίλος μου Δημήτρης Βενετικίδης ή ο αγαπητός Γιάννης Γερμακόπουλος, (περιορίζω το παράδειγμα σε ίδιας ή και μεγαλύτερης από μένα ηλικίας αθλητές), αλλά αυτά δεν αφορούν τους περισσότερους από εμάς. Πρόκειται για χαρισματικές περιπτώσεις ατόμων, που μας εμπνέουν, αλλά δεν γίνεται να μιμηθούμε όσα κάνουν, παρά μόνο προσαρμόζοντάς τα στα δικά μας δεδομένα. Αλλά τους αγώνες που κατάφερα εγώ, είμαι σίγουρος, τους μπορούν οι περισσότεροι, πόσο μάλλον στους συγκεκριμένους χρόνους, που δεν αναφέρω γιατί είναι αστείοι. Ακόμα κι αυτοί, όμως, μου επιτρέπουν να θαυμάζω αυτήν την υπάκουη και προσαρμοστική μηχανή που μου χάρισε η φύση. Να αισθάνομαι περήφανος και ν’ απολαμβάνω τη διάσταση που αυτή η μηχανή δίνει στην ελευθερία μου.
Δυστυχώς, αποδεικνύεται πως μερικές φορές η καταπληκτική αυτή μηχανή μπορεί να σταματήσει και μάλιστα ξαφνικά κι αδικαιολόγητα. Αποδεικνύεται πως όσο γερή κι αν την πιστεύουμε, η καρδιά μας μπορεί να πάψει να χτυπά. Όχι όμως πριν μας χαρίσει μερικές από τις ομορφότερες βόλτες της ζωής μας. Όχι πριν μας οδηγήσει στην πιο απομακρυσμένη κι αντίπερα όχθη του θανάτου. Μόνο ο έρωτας μπορεί να καταφέρει κάτι ανάλογο, αλλά κι αυτό η ποίηση στην καρδιά το αποδίδει.
Οι αιφνίδιοι θάνατοι δρομέων μας φέρνουν σε δυσάρεστη θέση άμυνας απέναντι στους άλλους και σε άβολη απέναντι στον εαυτό μας. Φαντάζομαι πως οι περισσότεροί μας ανακουφίζονται ν’ ακούσουν πως ο θάνατος του δρομέα δεν έχει σχέση με τη δραστηριότητα με την οποία ήταν συνδεδεμένη η ζωή του. Καθώς δεν είμαστε χαρισματικοί όπως οι προαναφερόμενοι αθλητές, το όριο της υπερβολής είναι εφικτό κι αρκετοί το ξεπερνάμε. Έτσι, τέτοια περιστατικά μας προκαλούν και κάποια δικαιολογημένη ανησυχία. Μήπως κι εμείς;
Διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα σχετικά άρθρα και τα σχόλια που ακολούθησαν το θλιβερό περιστατικό, μήπως βρω κάτι που θα μπορούσε να με προφυλάξει από ανάλογη μοίρα. Ναι, το γνωρίζω, είναι απαραίτητες οι ιατρικές εξετάσεις. Μην ακολουθείτε το παράδειγμά μου, εγώ δεν κάνω ποτέ. Τρέχω για ν’ αποφεύγω τους γιατρούς κι όχι για να τους βλέπω πιο τακτικά απ’ όσο οι καθιστικοί τύποι. Μόνο οι ορθοπεδικοί σπάζουν τον κανόνα. Επίσης ο φόβος μιας γενικής εξέτασης με στρεσάρει τόσο που νομίζω πως θ’ αρρωστήσω περιμένοντας τ’ αποτελέσματα. Παραείμαι δειλός για να κάνω εξετάσεις. Ιδίως όταν το λιγότερο που περιμένω απ’ αυτές είναι να μου υποδείξουν χαμηλά επίπεδα σιδήρου, πράγμα που σημαίνει πως είτε εγκαταλείπω την επιθυμία των υπεραποστάσεων είτε μπαίνω σε διαδικασία διατροφικών συμπληρωμάτων, που δεν επιθυμώ. Θ’ αρκεστώ στο σίδηρο που περιέχει το πιάτο μου. Επαναλαμβάνω, δεν είναι συμβουλή για σας. Ακολουθείστε όσα οι ειδικοί συνιστούν. Έχουμε εξαιρετικούς γιατρούς, προπονητές και διατροφολόγους στο χώρο μας. Εγώ δεν είμαι τίποτα απ’ όλα αυτά.
Κι όμως, αν κάτι μ’ ενοχλεί περισσότερο στην ιδέα ενός ξαφνικού θανάτου μου είναι αυτό που προείπα. Ότι θα συνδυαστεί με τη δραστηριότητα που μου χαρίζει ζωή κι ευτυχία. Καθώς τελευταία έχω αδυνατίσει κάπως, ήδη ο κύκλος μου συσχετίζει τη γενικότερη υγεία μου μ’ αυτό. Και τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις έπιασα την καρδιά μου να χτυπά σε ρυθμούς που μου φάνηκαν όχι απλώς προειδοποιητικοί, αλλά αποχαιρετιστήριοι.
Ωστόσο, όλες τις υπόλοιπες φορές, τα φτερουγίσματα της καρδιάς μου ήταν τόσο ευεργετικά που θα έλεγα χαλάλι, σ’ οτιδήποτε. Κι ας με τρομάζει η ιδέα πως με λιγότερο καλή τύχη θα χρησίμευα ως αρνητικό παράδειγμα για τους φίλους μου δρομείς, ενώ φροντίζω επιμελώς για το αντίθετο. Αλλά δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω  γι’ αυτό.  Πόσο μάλλον όταν δεν κάνω αυτό που ξέρω πως πρέπει.
Τον κύριο Νίκο δεν τον γνώριζα. Η είδηση για το θάνατο ενός δρομέα έφτασε στον απόηχο του μεγάλου αγώνα. Κατόπιν, στο φόρουμ του RN, ήρθαν οι πρώτες πληροφορίες. Επρόκειτο για γνωστό άτομο, διαπίστωσα. Μεσολάβησαν κάποιες στιγμές άρνησης από τον περίγυρό του, αλλά οι μετέπειτα ειδήσεις διέλυσαν τις ελπίδες. Ήταν κάποιος γνωστός κι αγαπητός, ακόμα και σε μερικούς που δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ. Έμαθα πως τον θρήνησαν στην κηδεία του κι έτρεξαν σε αγώνα που έγινε στη μνήμη του. Διάβασα πλημμυρισμένα από συγκίνηση σχόλια. Νομίζω πως τα ειλικρινή συλλυπητήρια είναι η καλύτερη παρηγοριά για τους συγγενείς. Οι συγγενείς σηκώνουν το περισσότερο βάρος, αλλά πάντα κάποιο μέρος του ελαφρύνεται απ’ όσους συναισθηματικά βρίσκονται κοντά τους. Και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, κοντά τους βρέθηκαν πολλοί.
Δυστυχώς, το αιωνία η μνήμη είναι ένα συμβατικό ψέμα που αιωρείται μέσα κι έξω από τις εκκλησιές. Εκτός κι αν ο αγώνας καθιερωθεί σε ετήσια βάση, η μνήμη του κύριου Νίκου δεν θα είναι αθάνατη. Η μνήμη όλων μας θα σβήσει μαζί με τον τελευταίο άνθρωπο που θα μας θυμάται. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και κανείς δεν μπορεί να μας μεμφθεί γι’ αυτό. Κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει περισσότερα.
Φαίνεται, όμως, πως ο κύριος Νίκος κατάφερε περισσότερα απ’ όσα του ζητήθηκαν. Κατάφερε να κερδίσει το γύρω του κόσμο. Να αγαπηθεί, κάνοντας αυτό που αγαπά. Να συγκεντρώσει γνωστούς κι άγνωστους σ’ ένα κύκλο που δεν χωρά καμιά αντιπαράθεση. Κατάφερε να αποκτήσει το ειδικό βάρος όσων η απουσία γίνεται αισθητή, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν τους γνώρισαν. Είναι τυχεροί κι άξιοι όσοι φεύγοντας από τις ζωές μας παίρνουν ως αντίδωρο κάτι από αυτά που μας χάρισαν.
Η θρησκευτική εκδοχή της μετά θάνατον συνέχειας παραμένει η πλέον παρηγορητική. Η επιστημονική θεωρία περί της μετατροπής μας σε αστρόσκονη, που θα συνενωθεί για να σχηματίσει νέα πράγματα, μάλλον είναι λιγότερο παρηγορητική, αλλά περισσότερο αλτρουιστική. Θα τελειώσουμε εμείς, για να ξεκινήσει κάτι άλλο. Σκέφτομαι πως αυτό καθιστά το θάνατο δυσκολότερο για τους εγωιστές κι ευκολότερο γι’ αυτούς που έχουν μάθει να δίνουν.
Δεν ξέρω αν ο κύριος Νίκος συνήθιζε τις εξετάσεις, ούτε τι αυτές του υπέδειξαν. Έχω την αίσθηση, όμως, πως έζησε σαν βασιλιάς μέχρι την τελευταία του στιγμή, μέχρι τον τελευταίο του στρατιώτη. Δεν ξέρω αν θα προτιμούσε να παρατήσει την παρτίδα για να ζήσει μια μεγαλύτερη κι άπραγη ζωή. Ξέρω ότι έφυγε με το ίδιο χαμόγελο που είχε η φίλη μου, όταν η παρτίδα τέλειωνε, όχι όμως πριν εξαντλήσει την έσχατη σταγόνα που της έδινε έργο και νόημα. Έτσι, ας μου επιτραπεί να αφιερώσω στον κύριο Νίκο το παρακάτω, γλυκό σαν βάλσαμο, τραγουδάκι. Είναι γραμμένο για έναν κύριο Νίκο που γνώρισα πριν φύγει, αλλά νομίζω πως ταιριάζει και σ’ αυτόν που γνώρισα μετά την αναχώρησή του.