Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Φιλίες.



                                                    


   Ο Κούντερα θεωρεί πως τον θάνατο μπορείς να τον διακρίνεις μόνο όταν βρίσκεσαι στην κατάλληλη από αυτόν απόσταση. Όσο είσαι νέος είναι αρκετά μακριά για να τον δεις. Όταν είσαι γέρος η εικόνα του έρχεται κοντά και θολώνει. Ευτυχώς, θα έλεγα.
Η μέση ηλικία είναι η σωστή, κατά Κούντερα, απόσταση. Aυτή που σου επιτρέπει να βλέπεις το τέλος καθαρά. Οι περιβόητες ηλικιακές κρίσεις των 30, 40, 50 μοιάζουν απόρροια αυτού του φαινομένου. Προσωπικά τις πέρασα όλες. Λόγω ιδιοσυγκρασίας, ακόμα περισσότερες απ’ όσες τα στρογγυλεμένα νούμερα υποδεικνύουν.
Η χειρότερη όλων, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ήταν η κρίση των 50. Εκδηλώθηκε με βαριά μορφή και κορυφώθηκε την μέρα των γενεθλίων του μισού μου αιώνα.
Δεν ξέρω αν οφείλεται σ’ ανεμελιά, σε μια διαρκώς κινούμενη ζωή, ή σε ένα είδος αυτοσυντήρησης, αλλά για χρόνια ζούσα σε μια ευδαιμονική κατάσταση που αγνοούσε τον παράγοντα χρόνο. Θεωρούσα πως ο χρόνος είναι κάτι που αφορά τους άλλους, όχι εμένα. Η καλή φυσική μου κατάσταση δεν μου επέτρεπε να παρατηρώ διαφορές στις δραστηριότητές μου, κι όσο για τον καθρέφτη μόνο τώρα τελευταία θα’ θελα να δείχνει κάτι καλύτερο. Δεν μετανιώνω γι’ αυτήν την ψευδαίσθηση, αφού με προστάτεψε από ανώφελες στεναχώριες για πολύ καιρό.
Η συνειδητοποίηση ήρθε απότομα. Σε μια και μόνο μέρα βρέθηκα αντιμέτωπος με μια σκληρή πραγματικότητα. Σαν να ξυπνούσα από βαθύ ύπνο, κατάλαβα ξαφνικά πως ο κόσμος γύρω μου είχε αλλάξει. Αγαπημένα μου συγκροτήματα δεν έβγαζαν πια δίσκους. Αγαπημένοι μου ηθοποιοί είχαν πεθάνει. Οι γονείς μου είχαν γεράσει πολύ. Και τα κορίτσια που είχα ερωτευτεί ήταν πλέον μαμάδες κι είχαν παιδιά στην ηλικία που ήταν οι ίδιες όταν τις ερωτεύτηκα.
Αισθάνομαι άσχημα για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκα την μέρα των γενεθλίων μου. Σχεδόν αποπήρα τους φίλους που με θυμήθηκαν. Η καλή τους διάθεση μεταφράστηκε ως προσβολή προσωπικών δεδομένων. Εξαγριώθηκα με την ιδέα μιας γιορτής με την καθιερωμένη τούρτα γενεθλίων. Με πενήντα αναμμένα κεριά μια τούρτα παγωτού λιώνει, ενώ η ιδέα μόνο δυο, 5 και 0, θα έσωζε την τούρτα αλλά όχι εμένα. 
Τέσσερα χρόνια μετά, στα γενέθλια μου, παρ’ όλο που η γενικότερη κατάσταση ήταν κατά πολύ χειρότερη, έσβησα ένα κερί στην τούρτα και δέχτηκα με χαρά τις ευχές από φίλους, που δεν χρειάστηκε να παραβιάσουν απόρρητα δεδομένα, αφού η πληροφορία διαδόθηκε ελεύθερα μέσω fb. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που μου συνέβη στα 50 μου το είχα ξεπεράσει και ξέρω πως αυτό το οφείλω σε συγκεκριμένα πράγματα.
Αναθεωρώ τις ειρωνείες προς όσους αφιερώνουν την όποια επιτυχία στην οικογένειά τους. Δεν θα υπήρχαν αυτά τα κείμενα, αν η οικογένειά μου δεν ήταν αυτή που είναι. Δεν υπάρχει δρομέας που να μην οφείλει στην οικογένειά του, είτε το αναγνωρίζει, είτε όχι. Ελπίζω πως ως αντάλλαγμα η οικογένεια εισπράττει έναν καλύτερο σύζυγο ή πατέρα. Μόνο ένας ικανοποιημένος άνθρωπος μπορεί να είναι καλός σ’ αυτά τα δυο. Και, μετά από κάθε τρέξιμο, στο σπίτι επιστρέφει ένας ικανοποιημένος άνθρωπος.
Τα υπόλοιπα στα οποία χρωστώ οφειλές είναι οι φίλοι, οι παρέες μου και το ίδιο το τρέξιμο. Η συνεργασία τους, όλα αυτά τα χρόνια, έχει αποφέρει θαυμάσια αποτελέσματα.
 

                                                   -----------

Οι φίλοι και οι παρέες ήρθαν ως αποζημίωση για ένα μεγάλο διάστημα αρχικής μοναξιάς. Το να είσαι μόνος όταν τρέχεις δεν είναι απαραίτητα κακό, αντίθετα, πολλές φορές είναι ζητούμενο. Τα τρέξιμο είναι μια μορφή αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού. Είναι ένας τρόπος να προσθέτεις την ατομική σου ύπαρξη στο σύμπαν. Να ερευνάς τον εσωτερικό σου κόσμο και ν’ αποκρυσταλλώνεις σκέψεις και ιδέες.
Αλλά χρειάζεται παρέα για να γεφυρώνει τις μακριές σιωπές. Για να σε κάνει να ξεχνάς τα χιλιόμετρα και την ώρα που περνά. Για τους μακριούς δρόμους και τις ατέλειωτες διαδρομές. Για να μοιράζεσαι κοινά αισθήματα. Για να σχεδιάζεις το αύριο και το μακρινό μέλλον. Για να σηκώνεις το χέρι και να δείχνεις κάτι όμορφο στο βάθος.
Χρειάζεται παρέα για τα ταξίδια και τα δρομολόγια. Απορώ με τον άνθρωπο που ήμουν κάποτε, αυτόν που έπαιρνε το λεωφορείο για να κατεβεί μόνος του σε μια μακρινή πόλη, να διανυκτερεύει μόνος σ’ ένα ξενοδοχείο, να παίρνει μόνος το βραδινό και το πρωινό του. Και να επιστρέφει μόνος, σ’ έναν κόσμο με τον οποίο δεν μπορούσε να μοιραστεί καμιά κοινή ανάμνηση, πάνω σε κάτι τόσο σημαντικό γι’ αυτόν.
Σήμερα είναι εύκολο να βρεις παρέα. Εύκολο να συνταξιδέψεις, ν’ ανταλλάξεις εντυπώσεις, να ταυτιστείς. Στις μαζώξεις που, τώρα, ως δρομείς οργανώνουμε, γεμίζουμε ολόκληρη ταβέρνα. Τότε, ήταν αλλιώς.
Οι παρέες μου μεγάλωσαν, όταν το στάδιο της πόλης αντικατέστησε τον αγαπημένο μου δασικό δρόμο ως πεδίο τρεξίματος. Ιδίως τον χειμώνα, που οι μέρες ήταν μικρές και το σκοτάδι δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τρέξιμο στο βουνό. Στο στάδιο συνάντησα τους αθλητές, τους μετρημένους διαδρόμους, τα προπονητικά προγράμματα, τους τοπικούς συλλόγους, τα χρονόμετρα και τους προπονητές. Εκεί με περίμεναν και οι πρώτες μου καθαρά αγωνιστικές παρέες.
Ήταν κάτι παραπάνω από απλές συντροφιές. Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για κάποιον που ήθελε να τρέχει κάθε μέρα. Απαραίτητη για τα γρήγορα κομμάτια, για τα τέμπο, για τις διαλειμματικές. Για την αλληλοβοήθεια στις εξουθενωτικές προπονήσεις, για το πάλεμα της μονοτονίας, για τα σχέδια, για τα κοινά ταξίδια και τις κοινές αναμνήσεις.
Κάποιοι από εκείνες τις παρέες δεν είναι πια παρέα μου. Κάποιοι σταμάτησαν να τρέχουν, ή έφυγαν από την πόλη. Με κάποιους, απλώς, δεν ταιριάζουν οι ώρες, τα μέρη, οι ρυθμοί και οι βηματισμοί μας. Εδώ και καιρό έχω επιστρέψει στους αγαπημένους μου δασικούς δρόμους. Επιλέγοντας να εγκαταλείψω δια παντός το στάδιο και το χρονόμετρο, εγκατέλειψα κάποιους φίλους. Ανακάλυψα όμως καινούργιους. Πρόσωπα αντικατέστησαν άλλα πρόσωπα, φιλίες αντικατέστησαν άλλες φιλίες. Γνωριμίες από τους πολυπληθείς πια αγώνες κατέκτησαν μια θέση στη ζωή μου μ’ έναν τρόπο που μόνο πολύχρονες σχέσεις καταφέρνουν. Κι όμως το κατάφεραν σύντομα, απλά, όμορφα κι αβίαστα.
Αλλά, συμβαίνει κάποιες φορές, να λείπουν όλοι από κοντά μου. Να βρίσκομαι ξανά, όπως παλιά, στην μοναξιά μιας ατέλειωτης ορεινής διαδρομής. Έστω κι έτσι, όμως, είναι λίγες οι φορές που νιώθω μόνος. Συχνά, μέσα στη μοναξιά του βουνού, ακούω τα βήματα και τις ανάσες όλων όσων κατά καιρούς τρέξαμε μαζί. Πρόσωπα γνωστά και προσφιλή, ή άλλα που για λίγες μόνο στιγμές με συντρόφευσαν, και που απέμειναν σκιές χωρίς ονόματα, είναι κοντά μου. Ξεχασμένες φυσιογνωμίες χτυπούν απρόσμενα την πόρτα της μνήμης μου. Τους ανοίγω, και είμαστε πάλι όπως παλιά. Συνεχίζουμε το τρέξιμο μαζί και πιάνουμε ξανά εκείνη την κουβέντα που είχαμε αφήσει στη μέση.


                                                     ----------------------








 ΥΓ. Μια από τις ωραιότερες σκηνές στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου  βρίσκεται στην ταινία Toy Story 3, την τελευταία της σειράς. Σε κάποια στιγμή αγωνίας, τα περιβόητα παιχνίδια εγκλωβίζονται σε μια χοάνη, που τα στροβιλίζει και τα παρασέρνει στο κέντρο ενός τεράστιου καμινιού. Τα περιθώρια αντίδρασής τους μοιάζουν ανύπαρκτα. Η χαριτωμένη σενιορίτα κοιτά απελπισμένα τον ήρωα της, τον Buzz Lightyear, και ρωτά για το τι θα μπορούσαν να κάνουν. Ο ήρωας, που συνήθως έδινε τη λύση σ’ όλες τις δύσκολες καταστάσεις, απομένει για λίγο σκεφτικός. Μετά στρέφεται προς το μέρος της και της απλώνει το χέρι. Αυτή καταλαβαίνει. Νεύει θλιμμένα και του προσφέρει το δικό της. Όλα τα παιχνίδια ενώνουν τα χέρια τους κι αφήνονται να παρασυρθούν προς τον χαμό.
Φυσικά, λίγο πριν το μοιραίο, κάτι γίνεται και τα παιχνίδια γλιτώνουν, αφού δεν είναι δυνατόν μια ταινία που απευθύνεται σε παιδιά να μην λαμβάνει υπ’ όψη τις ψυχικές τους ευαισθησίες. Εμείς όμως δεν είμαστε παιδιά, ούτε παιχνίδια. Η ζωή δεν είναι παιχνίδι, γι’ αυτό άλλωστε και μας αρέσει να παίζουμε. Κι αν δεν υπήρχε ο θάνατος, τότε ίσως δεν θα υπήρχε το τρέξιμο, η τέχνη, ούτε ακόμα κι ο έρωτας φαντάζομαι.
Γι’ αυτό ακριβώς δημιουργούμε και συντηρούμε τις φιλίες μας. Επειδή είμαστε προνοητικοί. Επειδή δεν θέλουμε την ύστατη στιγμή να ψάχνουμε ανθρώπους που να μας αγαπάνε, για ν’ απλώσουμε το χέρι μας. Θέλουμε να βαδίζουμε, ή να τρέχουμε στη ζωή, με τη σιγουριά πως τους έχουμε ήδη.