Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Τόποι δίχως εποχές.






                                                                              6ο Paggaio Trail Run. 8 Μαίου 2016.



Το βουνό δεν έχει εποχές. Μάλλον πρέπει το γράψω 100 φορές στο χαρτί, όπως ήταν παλιά η τιμωρία. Γιατί καμιά τιμωρία δεν είναι χειρότερη από το να είσαι ανυπεράσπιστος στα στοιχεία της φύσης και να ξέρεις ότι ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, αν δεν πάθεις υποθερμία, ψύξη, κράμπα ή δεν ξέρω γω τι, μπορεί να το πάθει ο διπλανός σου, κι εσύ που φλόμωσες τόσο κόσμο με συμβουλές και νουθεσίες, να κάθεσαι σαν κούτσουρο και να κοιτάς χωρίς να μπορείς να προσφέρεις το παραμικρό. Και να που συνέβη, δηλαδή.
Τρέχω και τα λέω στον εαυτό μου για να τα ακούω, ενώ εύχομαι να πάνε όλα όσο το δυνατόν καλά. Πόσο ζυγίσει μια αλουμινοκουβέρτα; Πόσο χώρο καταλαμβάνει ένα αντιανεμικό γιλέκο φλούδα από αυτά που προκρίνω ως σωτήρια. Εντάξει, τα κουβαλούσα αχρείαστα σ’ ένα σωρό αγώνες και λοιπόν; Να που χρειάζονται τώρα που δεν τα έχω. Γι’ αυτόν τον Μέρφυ δεν άκουσα τίποτα, ποτέ;
Στο 6ο Paggaio Trail Running κάπου 30 αθλητές θα πρόλαβαν να περάσουν χωρίς απώλειες. Όλοι οι υπόλοιποι βρέθηκαν σε λάθος σημείο τη λάθος ώρα.
Κι όλα ξεκίνησαν με αντιηλιακά για το φόβο εγκαυμάτων. Η Άννα δεν ξέρω τι παθαίνει στην αρχή, ούτε ξέρω τι πρέπει να γίνει για να το προλαβαίνει, αλλά κάθε φορά βρισκόμαστε να συζητάμε αν θα συνεχίσει ή όχι και πάντα καταλήγουμε στα ίδια. Σε κάθε σχεδόν αγώνα επαναλαμβάνουμε το ίδιο έργο, με αρχικό χασομέρι πολύτιμου χρόνου μέχρι να συνέλθει, και πάντα να τα καταφέρνει και να συνέρχεται τελικά χάρη στο αλάτι που κουβαλάμε απαραιτήτως. Πάντως έχουμε περιθώριο για να καλύψουμε τη χαμένη διαφορά, νομίζουμε, αρκεί στην κατηφόρα του δεύτερου μισού του αγώνα να τα πάμε κάπως καλύτερα από πέρσι.
Κι όσο εμείς λογαριάζουμε ο ξενοδόχος κάπου στα ψηλά φορτώνει μελανιές. Το γνωρίζω καλά αυτό το βουνό και μια ματιά κατά πάνω μου αρκεί για να την βεβαιώσω ότι σε 15 το πολύ λεπτά ο ήλιος και η ζέστη δεν θα της είναι πλέον πρόβλημα. Λέει μακάρι, αλλά ξανακοιτάζοντας προσεκτικότερα πιθανολογώ ότι μέσα στην επόμενη ώρα θα παρακαλά για ηλιοφάνεια. Όντως, λίγο μετά το σταθμό του Πεταλούδα, ο αγώνας αλλάζει μορφή. Στην ουσία αλλάζει αγώνας.
Και μόνο η σκέψη βελτίωσης της περσινής μας επίδοσης θα ακουγόταν σαν θλιβερό αστείο, και τώρα δεν είναι ώρα για τέτοια. Το χαλάζι στην αρχή πονάει κάπως, αλλά σύντομα δεν το αισθάνεσαι πια, δείγμα πως βρίσκεσαι στο πρώτο στάδιο αναισθητοποίησης. Είναι Μάιος - 3 εβδομάδες πριν, στον Όρλιακα, κόντεψε να μας ξεκάνει ο καύσωνας - και θα μπορούσες να σκεφτείς πως τίποτα χειρότερο από αυτό που μας συμβαίνει δεν μπορεί να μας συμβεί, αλλά, όπως έχει αποδειχθεί και σε άλλους τομείς, αυτή είναι η πιο λάθος σκέψη. Πάντα υπάρχουν τα πολύ χειρότερα. Γιατί σ’ αυτή την πλευρά του βουνού, στον ανηφορικό χωματόδρομο που ακόμα τρέχουμε, δεν φυσά. Άρα ο αέρας παραμονεύει στην από πίσω πλευρά του, που κατηφορίζει προς το κεντρικό σταθμό, στα 1750 μ.
Όντως. Και τώρα ξεπαγιάζουν τα σώματα που κανονικά θα έπρεπε να βράζουν από την προσπάθεια. Κάτω από τους ώμους τα χέρια μου δεν τα αισθάνομαι, για δάχτυλα ούτε συζήτηση. Αθλητές σκορπισμένοι σε μικρές ανάμεσά μας αποστάσεις, βυθισμένοι σε μια απαλή ομίχλη, δείχνουμε δεμένοι στην ίδια μοίρα, αν και δεν είναι σίγουρο πως όλοι θα έχουμε. Βρισκόμαστε με ενδυμασία παραλίας στο μέσο μιας θύελλας χειμωνιάτικων προδιαγραφών. Οι κεραυνοί προκαλούν φόβο σε πολλούς, αλλά αυτόν τουλάχιστον το φόβο δεν τον έχω, καθώς στο παρελθόν έπεσα σε χειρότερα πεδία ουράνιας βολής, κι αφού γλίτωσα από εκεί έχω διαγράψει το συγκεκριμένο ενδεχόμενο ως πιθανή αιτία θανάτου μου. Είναι η πρώτη φορά που την έχω αφήσει κάπως πίσω, καθώς τρέχω προσπαθώντας να μην παγώσω κι ελπίζοντας πως οι καταψυγμένες φλέβες των άκρων θα στέλνουν αίμα στην καρδιά πριν καταψυχθεί κι αυτή. Ή, μάλλον, πως η καρδιά θα συνεχίσει να στέλνει αίμα στα κατεψυγμένα άκρα για τις απαραίτητα σωτήριες λειτουργίες. Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα. Ξέρω ότι φοβάμαι. Όχι τον κεραυνό, φοβάμαι μη σταματήσω να κινούμαι, μη γυρίσω και δω για κάποιο λόγο να έχει σταματήσει να κινείται αυτή. Κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να σταματήσει εδώ παραπάνω από κάποια δευτερόλεπτα. Ξέρω ότι υποφέρει. Μην πάθεις κάτι τώρα, μην πάθεις κάτι τώρα. Το μουρμουρίζω μέσα από παγωμένα χείλη, μια για μένα, μια γι’ αυτήν.
Τώρα, στην ασφάλεια του γραφείου μου, μπορώ να αναρωτιέμαι για ποιο διαβολεμένο λόγο αφήνουμε την τύχη να αποφασίζει για εξελίξεις που θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες. Σκέφτομαι έναν αθλητή που ακινητοποιήθηκε από κράμπα, ευτυχώς πολύ κοντά στην ομάδα διάσωσης. Αν στεκόμουν παραπάνω από ένα λεπτό για να βοηθήσω θα επιφόρτιζα την ομάδα με τη διάσωση δυο αθλητών. Το μόνο που μπορούσα ήταν να τους καλέσω. Λίγο παρακάτω αν συνέβαινε δεν θα μπορούσα ούτε αυτό. Αν προβληματίζομαι τόσο για έναν αγώνα στον οποίο τίποτα το ανεπανόρθωτο δεν συνέβη, τι θα σκεφτόμουν τώρα αν συνέβαινε;
Δεν θέλει πολύ για ν’ αναθεωρήσω την πρόταση πως οι αθλητές βρέθηκαν τη λάθος ώρα σε λάθος σημείο. Τι βλακείες είναι αυτές; Το σημείο ήταν το σωστό, δεν χάσαμε το δρόμο. Για το Παγγαίο ξεκινήσαμε και στο Παγγαίο ήμασταν. Και η ώρα σωστή ήταν, με μια απόκλιση κάποιων λεπτών σ’ αυτό το σημείο υπολόγιζα πως θα βρίσκομαι. Μόνο που, είπαμε, τα βουνά δεν έχουν εποχές. Πόσο ανιαρά θα ήταν αν είχαν. Πόσο αφύσικο θα ήταν ένα τοπίο απαράλλαχτο όπως σ’ ένα πίνακα. Πόσο αφύσικο θα ήταν το δικό μας πρόσωπο αν είχε πάντα την ίδια συναισθηματική έκφραση.
Κι όσο για τον τελικό απολογισμό που κάνω σήμερα, πότε μας βγήκε αρνητικός σ’ έναν αγώνα; Αποτύχαμε την βελτίωση της επίδοσής μας. Λοιπόν; Μετράει περισσότερο ότι συμπυκνώσαμε σε μια μέρα συναισθήματα μιας ζωής. Αν όλα πήγαιναν ομαλά, όπως τα είχαμε σκεφτεί και υπολογίσει, μετά από καιρό θα ψάχναμε στ’ αποτελέσματα για να θυμηθούμε την επίδοσή μας σ’ αυτόν τον αγώνα. Τώρα είμαι σίγουρος πως θα ανακαλούμε κάθε στιγμή του στη μνήμη μας, εύκολα και ζωντανά. Η σκέψη μας θα γλιστρά αβίαστα στο μονοπάτι που χρησιμοποιούσαμε τα χέρια για ν’ αποφύγουμε την πτώση. Στο μυαλό μας θα επανέρχεται η αίσθηση της ασφάλειας, όπως βρισκόμαστε πάλι σε χαμηλότερο υψόμετρο, με τη βροχή να πέφτει, αλλά να μη μας νοιάζει πια. Μια τρύπα στον ουρανό θα στέλνει ένα γιγάντιο φακό προς το μέρος των χωριών που μας περιμένουν κάτω, σ’ έναν άλλον κόσμο θαρρείς. Θα τριγυρνά στο μυαλό το χαζό τραγούδι που με χαζό τρόπο τραγουδάμε δυνατά. “Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο”. Μπα δεν είναι και τόσο χαζό το τραγούδι, μόνο ο τρόπος που το τραγουδάγαμε. Τίποτα που κουβαλά τις αναμνήσεις μας, ακόμα και τις πιο αφελείς, δεν μπορεί να απαξιώνεται.
Ο καλύτερος απολογισμός είναι αυτός που σε βρίσκει να τραγουδάς παρέα το τραγούδι της ζωής, συντονισμένα σαν από συνεννόηση. Γιατί τη ζωή την νιώθεις καλύτερα όταν αγγίζεις το πιο απόμακρο της όριο. Τραγουδάμε γιατί διαπιστώνουμε πως έχουμε κάπως βελτιωθεί στην κατηφόρα, κι αυτό σημαίνει πως ακόμα και τώρα, έστω και λίγο, μπορούμε να βελτιωνόμαστε. Τραγουδάω γιατί διαβαίνω την 6η δεκαετία της ζωής μου και μπορώ να περνώ όμορφα δρασκελίζοντας στις πλαγιές των βουνών. Γιατί τελειώνω ένα αγώνα 5 ωρών και αισθάνομαι τόσο δυνατός που δεν πρόκειται να καταλήξω ποτέ σε συνάντηση παλιών συμμαθητών να συζητάμε για τη ζωή σαν να είναι παρελθόν. Ένας συμμαθητής μου έτρεξε σ’ αυτόν τον αγώνα, κι όποιοι άλλοι από εκείνα τα χρόνια θέλουν να με συναντήσουν ξέρουν που θα με βρουν. Αν τους είναι δύσκολο, τότε είναι και για μένα δύσκολο να βρεθώ στα μέρη που αυτοί συχνάζουν. Γιατί στα μέρη τους οι εποχές φαίνονται, ενώ τα δικά μου δεν έχουν.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Η δοκιμασία του παραδείσου.





                                                              Orliacas advendure race. 17 Απριλίου 2016.



Πάλι παρέα με τους τελευταίους αθλητές πηγαίνουμε. Πολύ συχνά μου συμβαίνει αυτό τελευταία. Για ν’ αποδεχτώ την κατάσταση έχω αναπτύξει μια βολική, αλλά εύλογη θεωρία. Οι αθλητές παρόμοιων δυνατοτήτων όπως εμείς προτιμούν ευκολότερους αγώνες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Στο Ζαγόρι υπήρχε μια ολόκληρη ώρα διορίας μετά τον τερματισμό μας, ωστόσο λίγοι εμφανίστηκαν μετά από μας. Στον Όρλιακα, ακόμα χειρότερα, μόνο τέσσερις χώρεσαν στην ώρα αυτή. Και στο Παγγαίο, επίσης, μόνο ένα μικρό τμήμα αθλητών την χρειάστηκε. Η μεγάλη πλειοψηφία, ως συνήθως, τερμάτισε πριν.
Δεν πειράζει. Άλλωστε Όρλιακας και Παγγαίο δεν βιώθηκαν ως αγώνες δρόμου, αλλά ως μάχη επιβίωσης. Πολλές στιγμές στη διάρκειά τους ένιωσα πως προκαλώ μεγάλο κακό στον εαυτό μου. Και πως, τέτοιος που γεννήθηκα, θα συνεχίσω να το κάνω, μέχρι τέλους.
Ο Όρλιακας ηχούσε σαν εξωτικό όνομα. Αυτό μας τράβηξε. Πως είναι άραγε ένα βουνό που το λένε Όρλιακα; Η φήμη του αγώνα, αποκαρδιωτική. Μην τυχόν πατήσετε, άθλιο τερέν, γκρεμοτσακίδια, δεν μπορείς να τρέξεις κλπ. Σαχλαμάρες. Απίστευτο να έχω γυρίσει όλη σχεδόν την Ελλάδα και τον μισό κόσμο και να αγνοώ ένα τέτοιο μέρος. Ομορφιά στην αγριάδα και στη γαλήνη του, παράδοση στο σωστό αρχιτεκτονικό της ρόλο, φύση που σε γυρνά στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, άνθρωποι γελαστοί και πρόσχαροι. Ένα τοπίο παραδεισένιο, όσο πιο ακατέργαστο και απαλλαγμένο από τον εξωραϊσμό μιας ρομαντικής φαντασίας, τόσο πιο πειστικό. Τρέχεις και κοιτάς ολόγυρα. Ή σταματάς για να το κάνεις. Το έδαφος πράγματι, σε σημεία τραχύ, σκοινιά σε κατηφόρα δεν θυμάμαι σε αγώνα άλλη φορά, αλλά για την περιπέτεια έρχεσαι, αυτήν αποζητάς. Αλλιώς υπάρχει και η άσφαλτος.
Σίγουρα, όμως, δεν αποζητάς τη ζέστη. Όχι την τόση ζέστη. Όχι την τόσο απότομη ζέστη. Μια βδομάδα πριν κυκλοφορούσαμε με χειμωνιάτικα.
Περισσότερο από τις επιδόσεις των πρώτων ζηλεύω το ότι οι δυνάμεις τους τους βοηθούν να ξεμπερδεύουν με τις ακραίες καιρικές συνθήκες στο μισό χρόνο απ’ όσο εμείς. Άλλο το να είσαι εκτεθειμένος 4 ώρες στον καύσωνα κι άλλο 8. Στο κρύο, το ίδιο. Και τώρα που οι πρώτοι σχεδόν τελειώνουν, για μας η θερμοκρασία και ο ήλιος ψηλώνουν κι αγριεύουν. Ακόμα αντέχουμε όμως, αν και κάθε που κοιτώ το ρολόι όλο και περισσότερα φίδια με ζώνουν.
Στα γεφύρια στέκομαι αρκετά, ευλογημένος ο τόπος που έχει τόσο νερό. Συγχαίρω τους ανθρώπους σ’ έναν κεντρικό σταθμό για το μέρος που ζουν. Δεν είναι μόνο περήφανοι για τα γεφύρια και τα ποτάμια τους, μου λένε, αλλά και για τις αρκούδες τους. Αναφέρουν ένα νούμερο που ενδημεί στην περιοχή και το οποίο θα μου φαινόταν μεγάλο ακόμα κι αν αφορούσε αγελάδες. Στο ωχ που βγάζω μου λένε να μη φοβάμαι, δεν υπάρχει κίνδυνος, καθότι οι αρκούδες, μου εξηγούν, γίνονται επικίνδυνες ανάλογα με την εποχή του ζευγαρώματος και τώρα δεν είναι τέτοια. Παλιότερα, λένε, υπήρχε μια χήρα αρκούδα, - τι μαθαίνει κανείς στους αγώνες βουνού - που ήταν αρκετά επιθετική, αλλά τελικά ζευγάρωσε και δεν υπάρχει πρόβλημα πλέον. Μάλιστα. Δεν θέλω να ζευγαρώσω με χήρα αρκούδα. Είδα τον Ντι Κάπριο στην τελευταία του ταινία να ζευγαρώνει με χήρα αρκούδα και δεν του άρεσε καθόλου. Το σεξ είναι καλό γενικά, αλλά πρέπει να είναι συναινετικό.
Αλλά, φυσικά, οι αρκούδες δεν είναι το πρόβλημα. Ο καύσωνας είναι. Ξεραινόμαστε. Μου έχει τύχει πολλές φορές αυτό, όταν ξεμένω από νερό, ή όταν απέχουν πολύ οι σταθμοί και μετρώ τις σταγόνες. Εδώ μπουκάλια υπάρχουν παντού, ακόμα και σε σημεία έκτακτης ανάγκης που δεν είχαν ανακοινωθεί, και τα ποτάμια τρέχουν γάργαρα. Αλλά ξεραίνεσαι ενώ κοντεύεις να σκάσεις από το πολύ νερό. Η Άννα εκδηλώνει λιποθυμικές τάσεις. Τρεις φορές κάθεται και κλείνει τα μάτια. Την πλησιάζω ανήσυχος, αλλά και τις 3 φορές τα ανοίγει ξανά και ζητά παγωτό. Της το υπόσχομαι για μετά, αρκεί να τελειώσουμε έγκαιρα τον αγώνα. Ο κόφτης, που τόσο εύκολος μας φάνηκε στα χαρτιά, μας λαχταρά. 5 λεπτά διορίας κι οι άνθρωποι εκεί, ούτε 20 μέτρα, μας κάνουν πλάκα πως πρέπει να βιαστούμε. Δεν θα μας έκοβαν, βέβαια, όπως δεν έκοψαν και κάποιους μετά από μας. Η επίγνωση της κατάστασης κάνει μεγάθυμη τη διοργάνωση.
Δεν την βγάζετε χωρίς τζελ και ισοτονικά; Κι όμως, αν δείτε πως αυτά δεν φέρνουν αποτέλεσμα, θα σας πω ένα κόλπο. Στον συγκεκριμένο σταθμό τα σωστά καύσιμα βρίσκονται κλεισμένα σ’ ένα πλαστικό διαφανές, κάπου απόμερα, κανείς δεν τα δίνει σημασία. “Το τυρί και τη ντομάτα τα κρατάτε για σας;”, ρωτώ. “Όχι, για τους αθλητές είναι, ορίστε”, μας τα προσφέρουν. Παλιά καλή μέθοδος. Όλα έρχονται στα ίσια, ακόμα και τα λίτρα υγρών που καταναλώνουμε και που μοιάζουν σαν να τα ρίχνουμε σε κρατήρα ηφαιστείου.
Ζωντανοί ξανά. Και μπροστά μας το βουνό με τη διπλή καμπούρα, σαν Βακτριανή καμήλα, που είχαμε δει καθώς οδηγούσαμε για εδώ και της έκανα πλάκα πως θα το τρέξουμε αύριο, για να το διαψεύσω μόλις είδα την τρομάρα της. Πριν από την καμήλα, δεξιά κι αριστερά της, δρόμοι. Ποιος κατηφορίζει στο χωριό, σε ποιον θα μας στείλουν, άραγε, οι της διοργάνωσης;
Σε κανέναν. Πάτε ίσια εκεί”, χέρια δείχνουν τις καμπούρες.
Πλάκα κάνετε ε;”
Δεν κάνουν. Δεν διακρίνεται καν μονοπάτι, το τοπίο μοιάζει αναρριχητικό. Όμως όχι, απλώς είναι τόσο κακοτράχαλο το έδαφος που χωνεύει το μικρό σημαδεμένο πέρασμα. Αν είχαμε μόνο αυτό θα ήταν εντάξει. Αλλά έχουμε ήδη βγάλει δυο ντουζίνες ανηφοριές που όλες τις νομίζαμε τελευταίες. Δεν θα της ξαναπώ, πλέον, πως κάποια είναι η τελευταία, ούτε θα πιστέψω κανέναν που θα μου το πει, αν δεν δω πρώτα το χωριό στα πόδια μου.
Έτσι το αναγγέλλω έναν αιώνα μετά, όταν το βλέπω, κάτω, να ψήνεται στους 30 βαθμούς. Τα κεραμίδια και οι δρόμοι του λάμπουν σαν ν’ αντανακλούν τη χαρά όσων το αντικρίζουν. Τα σώματα δεν παλεύουν πια με τη βαρύτητα, αφήνονται γλυκά σ’ αυτήν. Λίγα λεπτά ακόμα.
Θα ξαναρθούμε στον Όρλιακα;”, τη ρωτώ σε ζαχαροπλαστείο της Βέροιας, καθώς απολαμβάνει το παγωτό που κέρδισε με την αξία της. Είναι κάθετη, “ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ”. Πριν τελειώσει το παγωτό νομίζω πως το ξανασκέφτεται. Σήμερα το σχεδιάζουμε ήδη. “Πρόσεξες πόσο χαμογελαστοί κι ενθαρρυντικοί ήταν οι άνθρωποι στους σταθμούς”, με ρωτά;
Το πρόσεξα.
Τοποθετημένος στο χάρτη, κοντά σε γνωστά ονόματα, Βασιλίτσα, Αβδέλλα, ο άγνωστος μέχρι χθες Όρλιακας μας είναι πια κοντινός όσο κι ένα οικείο μας πρόσωπο. Μας ζόρισε λίγο, όπως μας ζορίζουν κάποια πράγματα μέχρι να βεβαιωθούν ότι τα αγαπάμε. Του χρόνου ο Όρλιακας θα είναι μια παλιά αγάπη, αλλά όχι από αυτές που πάνε στον παράδεισο. Θα είναι μια αγάπη με στοιχεία παραδείσου, και, διάολε, στημένοι στην εκκίνηση για τη νέα δοκιμασία του, θα τον λογίζουμε ακόμα πιο συναρπαστικό από αυτόν.