Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ορειβατικός Μαραθώνιος του Ολύμπου. 1993.



   Ο αισιόδοξος ήλιος του ξημερώματος είχε από ώρα κρυφτεί. Η θερμοκρασία έπεφτε και τα σύννεφα μαζεύονταν σε μια απειλητική συγκέντρωση. Σε λίγη ώρα, στον Όλυμπο, θα ξεσπούσε μια καταιγίδα, που για πρώτη μου φορά σε βουνό θα μ’ έβρισκε απροετοίμαστο, απ’ όλες τις απόψεις.
Δεν είχα αδιάβροχο, ούτε άλλα ρούχα στο σακίδιο. Στην πραγματικότητα, δεν είχα καν σακίδιο. Ούτε θα τα έλεγες ρούχα αυτά που φορούσα. Ένα κοντομάνικο φανελάκι, ένα σορτς της συμφοράς κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια δρόμου, που σύντομα θα γίνονταν σαν πατσαβούρες.
Αφετηρία, 1993.
Ήταν η πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, του 1993. Λίγες ώρες πριν βρισκόμουν, μαζί με δυο ντουζίνες συναθλητές, στην αφετηρία του Ορειβατικού Μαραθωνίου του Ολύμπου, στο καταφύγιο του Σταυρού, στα 920 μέτρα. (Πόσο παρωχημένοι μοιάζουμε στην φωτογραφία!)  Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρός κι εγώ ήμουν εντελώς ανυποψίαστος για την τροπή που έμελλε να πάρει, όχι μόνο η συγκεκριμένη μέρα, αλλά ολόκληρη η μετέπειτα ζωή μου, καθώς θα την σημάδευε καθοριστικά.
Αλλά, ακόμα και με τις καλύτερες μετεωρολογικές συνθήκες, η απόφασή μου θα ήταν παρακινδυνευμένη. Με κανένα τρόπο δεν ήμουν προετοιμασμένος για έναν ορεινό αγώνα 36 χιλιομέτρων και τόσης υψομετρικής διαφοράς. Η συμμετοχή μου ήταν αποτέλεσμα παρόρμησης. Ένα χαρτί προκήρυξης που έφτασε στον ορειβατικό μου σύλλογο και λίγος ενθουσιασμός έκαναν τη δουλειά. Το βάπτισμά μου στους αγώνες, εντελώς ανορθόδοξα, θα γινόταν σ’ έναν από τους δυσκολότερους που τότε υπήρχαν.
Στον Όλυμπο είχα ανεβεί μια δυο φορές, ορειβατώντας. Ο αγώνας, όμως, έχει διαφορετική δυναμική. Ακόμα κι ο στόχος του απλού τερματισμού, των μειωμένων δηλαδή απαιτήσεων, δεν σε διασφαλίζει, αν δεν διαθέτεις τα απαραίτητα εφόδια. Και σήμερα συμβαίνει να κάνω αποκοτιές, μόνο που είμαι πια καλύτερα προπονημένος, επαρκώς εξοπλισμένος, κατατοπισμένος για τη διαδρομή και ψυχολογικά έτοιμος για αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι στους μεγάλους αγώνες βρίσκουν τρόπο να εμφανιστούν.
Μια καταιγίδα στον Όλυμπο είναι κάτι που δεν θα ήθελες να σου συμβεί, ακόμα κι αν έχεις προνοήσει για το ενδεχόμενο. Ανεβαίνοντας από το περίφημο συρματόσχοινο, καθώς έπαιρνα να ξεμυτίσω για την κοιλάδα των Μουσών, μια ριπή αέρα μ’ ανάγκασε να καλυφθώ πίσω απ’ το βράχο. Θα ήθελα να έμενα εκεί, αλλά η παγωνιά δεν σου επιτρέπει να στέκεσαι ακίνητος κι ο βρεγμένος κάθετος  βράχος δεν έδειχνε καθόλου φιλόξενος. Έκανα κουράγιο να βγω στην ανοιχτωσιά, ν’ ανοίξω δρόμο στον άνεμο και να προσπαθήσω να φτάσω στο ευλογημένο καταφύγιο του Κάκαλου. Το τοπίο ολόγυρα ήταν γκρίζο και οι λίγοι συναθλητές μου απομακρυσμένοι.
Όταν, επιτέλους, έφτασα, το συναίσθημα της σωτηρίας δεν κράτησε πολύ. Το καταφύγιο δεν έπαιζε το γνώριμο ρόλο του. Δεν ήταν το μέρος που θα μου προσέφερε τη συνηθισμένη θαλπωρή, αλλά ένας σταθμός ελάχιστης ανάπαυλας. Τουρτούριζα, δεν είχα τίποτα για ν’ αλλάξω, κι είχα μπροστά μου άλλα 20 κακοτράχαλα χιλιόμετρα. Το μόνο θετικό ήταν πως είχα φτάσει πια στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής και στο εξής θα κατέβαινα σε μέρη με περισσότερο οξυγόνο και λιγότερο κρύο.
Ξεχύθηκα ξανά, μέσα στην μπόρα και στον άνεμο, ακολουθώντας το πιο δύσκολο κι επικίνδυνο μονοπάτι, που οδηγούσε προς το καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός. Απείχε γύρω στα 3 χιλιόμετρα, αλλά με τα δεδομένα των καιρικών συνθηκών και της φυσικής μου κατάστασης θα χρειαζόταν παραπάνω από μισή ώρα για να φτάσω. Συνάντησα έναν συναθλητή, ακινητοποιημένο, με κράμπα στο πόδι. Δεν ξέρω για πόση ώρα ήταν εκτεθειμένος στη μανία της βροχής και του αέρα, αλλά ήξερα πως οτιδήποτε πάνω από πεντάλεπτο θα ήταν μαρτυρικό. Έτρεμε από το κρύο. Τον πλησίασα και συνειδητοποίησα τι θα μπορούσα να κάνω για να τον βοηθήσω. Τίποτα απολύτως. Δεν είχα ρούχο να του δώσω, δεν είχα δύναμη να τον σηκώσω, δεν είχα καν το θάρρος να κοιτάξω στο γκρεμό, αριστερά μου. Το μόνο που μπορούσα ήταν να στέκομαι κοντά του αμήχανος. Το κατάλαβε και μου ζήτησε να τρέξω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, μέχρι το καταφύγιο, για να ειδοποιήσω να στείλουν βοήθεια. Ήταν κοντά πια, ευτυχώς.
Μπήκα στο φαράγγι του Ενιπέα, στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής. 11 περίπου χιλιόμετρα, κι ο καιρός είχε γυρίσει ξανά, με τον ανατρεπτικό τρόπο που μόνο το βουνό ξέρει. Ο ήλιος στέγνωνε τα λίγα που φορούσα, αλλά τα πόδια μου θα έμεναν για πολύ βρεγμένα. Δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά γεφύρια και το πέρασμα του ποταμού, μετά από τόση νεροποντή, σήμαινε τσαλαβούτημα στα ξέχειλα νερά. Ήταν η πρώτη μου φορά στο φαράγγι και με περίμενε ό,τι και τον κάθε ανυποψίαστο εκείνη την εποχή. Στο χάρτη δείχνει ως μια κατηφορική διαδρομή που οδηγεί στο πολυπόθητο τέρμα, στην πράξη όμως πρόκειται για μια φάρσα που νομίζεις πως σου κάνει κάποιος, για να γελά μαζί σου. Ένα συνεχές ανεβοκατέβασμα, μια ατέλειωτη δοκιμασία, ένα ατέρμονο ξεκίνημα, από εκεί όπου πίστευες πως τελείωσες, επιτέλους. Ένα Λιτόχωρο, που όλο το περιμένεις να ξεπροβάλλει πίσω από τη στροφή, αλλά στη θέση του βλέπεις το κακοτράχαλο μονοπάτι να ξεδιπλώνεται διαρκώς. Σε κατεβάζει ξανά στον ποταμό, σε φέρνει πάλι στο ύψος που βρισκόσουν πριν, σε οδηγεί μέχρι την επόμενη στροφή, όπου και πάλι δεν θα δεις το πολυπόθητο χωριό. Μέσα στο φαράγγι συναντάς ξεθεωμένους αθλητές, αν φυσικά είσαι λιγότερο ξεθεωμένος ώστε να τους συναντήσεις, θύματα της άγνοιας για την συγκεκριμένη ουρά του γαιδάρου, που αποδεικνύεται λιγότερο εύπεπτη απ’ το σώμα. Σήμερα, η φήμη του φαραγγιού έχει διαδοθεί και λίγοι πια μπαίνουν σ’ αυτό χωρίς κρατημένες δυνάμεις. 
Ο αγώνας και η αγωνία μου είχαν διαρκέσει συνολικά περί τις επτάμιση ώρες. Οι αθλητές που τερμάτισαν πρώτοι δεν καταλάβαιναν για ποια καταιγίδα τους μιλούσαμε. Είχε ξεσπάσει στα ψηλά, όσο αυτοί είχαν ήδη χάσει σε υψόμετρο. Φαινόταν παράδοξο, αλλά επιβεβαίωνε τη ρήση πως ο καθένας τρέχει το δικό του αγώνα.
Με τους αυτοκινητόδρομους της εποχής, η επιστροφή ήταν μια επιπλέον δοκιμασία. Είχε βραδιάσει, όταν έφτασα στο σπίτι μου. Οι αρχές του Σεπτεμβρίου είναι η καλύτερη εποχή για μπάνια, όμως, εκείνο το βράδυ, εξουθενωμένος στο κρεβάτι μου, ένιωθα ρίγη κάτω από τα σκεπάσματα. Το κρύο με είχε διαποτίσει κι ο οργανισμός μου είχε εξαντλήσει τα ενεργειακά του αποθέματα. Το τρέμουλο στο σώμα μου ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε, μέσω της αυτόματης κίνησης των μυών, για να ζεσταθεί. Ταυτόχρονα, όμως, κάτι περίεργο συνέβαινε. Μια διαδικασία που τη βίωνε διαφορετικά το σώμα απ’ ό,τι η ψυχή μου. Όσο το πρώτο πάσχιζε να συνέλθει από τα ρίγη, στο άλλο άναβε μια φλόγα. Συνειδητοποιούσα πως είχα ζήσει κάτι μοναδικό, κάτι που θα με καλούσε ξανά, μόλις θα με έβρισκε πάλι δυνατό. Που θα έδινε ένα συναρπαστικό χρώμα στη ζωή μου, παρόλο που δεν την θεωρούσα καθόλου βαρετή. Βρισκόμουν στη διαδικασία μιας μετάλλαξης.
Έχουν μεσολαβήσει 19 χρόνια, αλλά είναι ακόμα ευδιάκριτη η γραμμή που χαράχτηκε την πρώτη εκείνη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, για να χωρίσει το πριν και το μετά της ζωής μου.

                                    --------------------------

   Ήταν τα πρώτα βήματα μιας νέας εποχής, που τώρα τρέχει ολοταχώς. Ο ορειβατικός μαραθώνιος του Ολύμπου, εμφανίστηκε από το πουθενά, το 1986, και παραλίγο να καταλήξει στο πουθενά, μιας κι άργησε να καταλάβει πως ήταν ο αγγελιοφόρος των καιρών, που περίμεναν στο μέλλον. Χρόνια αργότερα, περιστοιχισμένος από συγγενικές διοργανώσεις, φάνηκε να συνέρχεται. Σήμερα έχει αυξήσει τις συμμετοχές του στους 300 αθλητές, τέσσερις φορές περισσότερους απ’ όσους τον τιμούσαν στη νεότητά του. Τα χιλιόμετρά του έχουν μεγαλώσει, και παρακάμπτουν το επικίνδυνο εκείνο κομμάτι, που ταλαιπωρούσε τις κλειδώσεις κι αποθάρρυνε το ηθικό μας.
Σήμερα, λοιπόν, δεν πάσχει από μοναξιά, τότε όμως ήταν ο μοναδικός αγώνας βουνού. Όταν τον τέλειωνες, τον επανατοποθετούσες ως στόχο, για την επόμενη χρονιά. Ενδιαμέσως, ένα δωδεκάμηνο, κενό. Αλλά δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Δεν υπήρχε κάτι που έχασες. Υπήρχε κάτι που το γνώρισες και το κέρδιζες, μια φορά το χρόνο.
Έτρεξα το συγκεκριμένο αγώνα 12 φορές. Τερμάτισα τις 11. Εγκατέλειψα μια φορά, για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα επαρκώς. Μάλλον, μεγάλες προσδοκίες για επίδοση, που στα μισά φάνηκε αδύνατη. Μετανοώ γι’ αυτήν την εγκατάλειψη, όχι γιατί μ’ έβγαλε από τον αγώνα, αλλά γιατί μ’ έβγαλε από τον εαυτό μου.
Καθώς, όμως, είναι ο αγώνας που με παρακολουθεί από το ξεκίνημά μου μέχρι σήμερα, είναι φυσικό να έχει καταγράψει τις αλλαγές μου, όπως κατέγραφε και τα περάσματά μου από τους σταθμούς του. Το στάδιο του βαπτίσματος, που με εισήγαγε στον κόσμο του τρεξίματος, την ευερέθιστη εφηβεία, που καταφέρνει πολλά αλλά και τα παρατά από γινάτι, και, τέλος, την ωρίμανση, που επανατοποθετεί τους ρόλους των σημαντικών και των ασήμαντων. Μου χάρισε στιγμές χαράς, αλλά και στιγμές απογοήτευσης, τον καιρό ακόμα που ένας αγώνας μπορούσε να με απογοητεύει. Μου γέννησε την επιθυμία της επιστροφής του ασώτου, όταν η απλή θέα του βουνού από την εθνική οδό, κάποια από τις εποχές που τα είχα παρατήσει, με ξανάφερε, βιαστικά κι εσπευσμένα, στις δοκιμασίες των μονοπατιών του.
Και, κυρίως, μου χάρισε αναμνήσεις.
Απονομές, 1996, καταφύγιο Σταυρού.
Από την πρώτη κιόλας χρονιά, θέλησα να  μοιραστώ το πάθος μου, όπως ο πιστός τη νέα του πίστη. Μάζεψα μια ομάδα φίλων, που επιζητούσαν την καλή φυσική κατάσταση, για ν’ ανεβαίνουμε στα βουνά. Θέσαμε στόχο να τερματίσουμε αυτόν τον αγώνα και το καταφέραμε όλοι. Ζήσαμε στιγμές χαράς, όταν η κοπελιά της παρέας κέρδισε, δυο χρονιές, τα κύπελλα της τρίτης και της δεύτερης θέσης. Οι χρόνοι μας σήμερα φαντάζουν αστείοι, αλλά όλα τα πράγματα εξελίσσονται και κάθε εποχή έχει τις δικές της σημαδούρες. Και οι όποιες διακρίσεις ήταν κάτι ανέλπιστο και επιπλέον. Θα κάναμε ό,τι κάναμε και χωρίς αυτές.
Το σημαντικό ήταν πως μπορούσαμε να βρισκόμαστε, την καθορισμένη ώρα, στο συγκεκριμένο σημείο, για να ξεκινήσουμε άλλη μια φορά το μακρύ, ατέλειωτο, δασικό μας δρόμο, και ν’ ανακαλύψουμε μαζί πράγματα που τότε δεν υπήρχαν στους χάρτες. Δεν υπήρχαν γνώσεις, οδηγίες, συμβουλές, στατιστικά, μετρήσεις, παλμογράφοι, ούτε καν ένα σωστό τεχνικό μπλουζάκι τρεξίματος. Δεν υπήρχαν, τουλάχιστον, για μας. Υπήρχαν όμως, και υπάρχουν ακόμα για τους τρεις που απομείναμε να τρέχουμε, δεσμοί που μας ένωσαν, όπως καμιά άλλη δραστηριότητα δεν θα μπορούσε. Γιατί το τρέξιμο δεν μας βοηθούσε μόνο ν’ ανακαλύπτουμε τις δυνάμεις μας. Μας βοηθούσε να γνωρίζουμε τους χαρακτήρες μας και να ζυμώνουμε τα συναισθήματά μας σε μια κοινή σκάφη. Δεν μας έφερε μόνο κύπελλα και χρόνους. Μας έδεσε μ’ ανθεκτικές φιλίες. Με τον φίλο μου, 15 χρόνια μετά, θα τρέχαμε παρέα ένα μεγάλο μέρος της επετειακής κλασικής διαδρομής του 2010. Θ’ ανεβαίναμε μαζί στο Everest Base Camp, την άνοιξη του 2011. Η κοπελιά παραμένει η ψυχή του ορειβατικού μας συλλόγου. Σπάνια μετέχει σε αγώνες, αλλά δεν χάνει το τακτικό της τρέξιμο, τις λίγες μέρες της εβδομάδας που μπορεί.
Έχουν μεσολαβήσει πολλά γεγονότα, αλλά, όταν βρισκόμαστε ξανά οι τρεις μας, οι αναμνήσεις εκείνων των προπονήσεων κι εκείνων των θρυλικών πια αγώνων, ξαναζωντανεύουν κι έρχονται στις συζητήσεις μας. Η φιλία μας έχει κρατήσει και θα κρατήσει για πάντα, είμαι σίγουρος, κάτι από το χρώμα των μακρινών εκείνων ημερών. Κάτι από τον ιδρώτα που μούσκευε τις φτηνές φανέλες μας, κάτι από τη δίψα των προπονήσεων του καλοκαιριού, που μετρίαζε στη σκιά του αγαπημένου μας δασικού δρόμου, κάτι από τη μοιρασμένη χαρά του παιχνιδιού που ξαναανακαλύπταμε μεγάλοι, κάτι από την αγκαλιά την οποία σχηματίζαμε, έτσι ώστε να χωράμε όλοι και να ζεσταινόμαστε από την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση, πως θα παραμείνουμε πάντα νέοι κι αγαπημένοι, σ’ όλη τη διαδρομή της υπόλοιπης ζωής μας.
Κι αυτές οι αναμνήσεις είναι η μεγαλύτερη προσφορά του αγώνα σε μένα. Είναι αυτό το δέσιμο μαζί του που θα του δίνει πάντα τη διάσταση που λείπει από όλους τους άλλους. Έχει αλλάξει κι αυτός, οι δρομείς είναι πια πολλοί, ο εξοπλισμός υπερσύγχρονος, η διαδρομή μεγαλύτερη και, κυρίως, διαφορετική στο τελευταίο της τμήμα. Αλλά έχω αλλάξει κι εγώ, οπότε είμαστε πάτσι. Γι’ αυτό και σκέφτομαι πως, αν είχα να διαλέξω έναν μόνο από τους πολλούς αγώνες που υπάρχουν, για να ολοκληρώσω τον κύκλο αυτής της ατέλειωτης διαδρομής, τότε αυτονόητα και δικαιωματικά, ακόμα κι από γεωμετρικής απόψεως, ο κύκλος αυτός οφείλει να κλείσει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε να διαγράφεται, την ταραχώδη ημέρα εκείνου του Σεπτεμβρίου.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Ξεκίνημα.


   Μια ανθρωπολογική θεωρία υποστηρίζει πως αυτό που καθόρισε την επιβίωση του είδους μας, πολύ προτού η νόηση επιτύχει την αδιαφιλονίκητη υπεροχή έναντι των υπολοίπων ειδών, δεν ήταν η μυϊκή δύναμη που απαιτούσαν οι δύσκολες εκείνες εποχές της αυγής της ανθρωπότητας, αλλά η ικανότητά μας στο τρέξιμο. Και, ειδικά, στο τρέξιμο των μεγάλων αποστάσεων. Ο προϊστορικός μας πρόγονος επέλεγε το θήραμα και κάποτε, αργά ή γρήγορα, το έφτανε. Δεν είμαι σε θέση να την επιβεβαιώσω. Αυτό που ξέρω είναι κάτι που ο κάθε ερασιτέχνης δρομέας καλά γνωρίζει. Την φυσικότητα του τρεξίματος. Την ευκολία που το κατέστησε δεύτερη φύση μας. Κάθε παιδί που αφήνεται ελεύθερο σε μια αλάνα μπορεί να το αποδείξει.

Οποιοσδήποτε το θελήσει μπορεί, απλά, ν’ αρχίσει να τρέχει. Το τρέξιμο δεν απαιτεί εκμάθηση. Δεν έχει ανάγκη από πολύπλοκα εργαλεία κι εξαρτήματα. Δεν περιορίζεται σε ειδικούς χώρους. Μπορείς να το εξασκήσεις κάθε στιγμή της ημέρας. Μπορείς να τρέχεις, είτε είσαι πλούσιος, είτε φτωχός. Μόνος ή με παρέα. Στην πόλη, στο βουνό, στην εξοχή. Στην καθημερινότητα ή στις διακοπές. Στο πάρκο μιας ξένης πόλης, στο μήκος κάποιου ποταμού, στην έκταση μιας αποβάθρας, στην περίμετρο ενός νησιού, στην άμμο μιας παραλίας. Μέρα ή νύχτα. Με ειδικό εξοπλισμό μπορείς ν’ αγνοήσεις ακόμα και τις καιρικές συνθήκες. Τα πιο περιπετειώδη μου τρεξίματα έχουν γίνει με βροχή, αέρα και χαλάζι. Τα γοητευτικότερα σ’ ανοιχτά τοπία κι απλωμένους ορίζοντες. Τα πιο ενδιαφέροντα στις άγνωστες διαδρομές ενός βουνού. Τα πιο συντροφικά, στις στροφές του εθνικού σταδίου, ανάμεσα σε ομάδες φίλων και σε επί παντός επιστητού συζητήσεις. Τα πιο επιμορφωτικά, στους δρόμους και στους μαραθώνιους μιας ευρωπαϊκής πόλης.

Μπορείς να τρέχεις, όποια κι αν είναι η διάθεσή σου. Να διοχετεύεις την ενέργειά σου, όταν αυτή ξεχειλίζει. Να δίνεις διέξοδο στην ορμή που σου περισσεύει. Και, τι περίεργο, να σου επιστρέφεται, λες κι εκσφενδόνισες σε τοίχο μπαλάκι του τένις. Μπορείς να τρέχεις όταν η διάθεσή σου είναι κακιά και να στοιχηματίζεις πως θα βελτιωθεί. Μπορείς να τρέχεις με βάρος ψυχής, για να διαπιστώσεις πως ελάφρυνε. Μπορείς να τρέχεις με το φορτίο των προβλημάτων σου, για ν’ ανακαλύψεις πως τα μισά έμειναν πίσω και τα υπόλοιπα δεν είναι πια τόσο μεγάλα όσο φάνταζαν. Μπορείς να τρέχεις παρατηρώντας το κάθε τι στο διάβα σου. Το λίκνισμα των φύλλων στα δέντρα, τις χρωματικές αλλαγές του ορίζοντα, το καλημέρα της ανατολής, το γαλήνιο των χρωμάτων του δειλινού, το μεγάλωμα της μέρας και τη γοητεία της νύχτας, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού ή την αστρική μαρμαρυγή.

Μπορείς να τρέχεις αφηρημένα σ’ ένα έρημο χωματόδρομο. Μπορείς να αναπολείς, ν’ αναλογίζεσαι, να σχεδιάζεις, να βρίσκεις λύσεις. Να θεωρείς και ν’ αναθεωρείς. Να ξεκινάς και να σταματάς, όποτε σου κάνει κέφι. Να λαμβάνεις μέρος σε αγώνες και να μη χάνεις ποτέ. Να βρίσκεσαι στην ίδια κούρσα με πρωταθλητές, σε πόσα αθλήματα μπορείς να το κάνεις αυτό; Να τρέχεις για να βελτιώσεις την υγεία σου ή επειδή σφύζεις από υγεία. Επειδή θέλεις να θυμηθείς ή να ξεχάσεις. Επειδή αναζητάς το νόημα της ζωής ή επειδή το βρήκες. Επειδή είσαι ανήσυχος ή επειδή είσαι γαλήνιος. Επειδή επιζητάς ειρηνικό δρόμο για την ανταγωνιστικότητά σου, ή επειδή αρέσκεσαι στον απλό συναγωνισμό. Επειδή είσαι συντροφικός ή επειδή είσαι μοναχικός. Επειδή σε κούρασαν οι συναναστροφές ή επειδή σου έλειψαν. Επειδή θέλεις ν’ ανακαλύψεις τα όριά σου, ή επειδή θέλεις να διατηρήσεις αυτά που έχεις. Επειδή θέλεις να παραμείνεις νέος ή επειδή θέλεις να επιστρέψεις στην εποχή που ήσουν. Επειδή θέλεις κάτι που να το παίρνεις πολύ στα σοβαρά, αλλά να μοιάζει με παιχνίδι. Επειδή διαθέτεις αυτοπεποίθηση ή επειδή πάσχεις από την έλλειψή της. Επειδή δεν μπορείς να ταξιδέψεις ή επειδή θέλεις να δώσεις επιπλέον νόημα στα ταξίδια σου.

Το τρέξιμο δεν σου υπόσχεται πράγματα που δεν μπορεί να κάνει. Δεν σου τάζει τη μέλλουσα ζωή, δεν εγγυάται καν την παράταση της παρούσης. Είναι αρκετά τίμιο για να ισχυριστεί πως ανατρέπει τον νόμο των πιθανοτήτων. Κι αρκετά διαφανές ώστε να επιτρέπει τον απολογισμό του, σε καθημερινή ή κατά περιόδους βάση. Δεν σου κρύβει πως δεν θα ζήσεις για πάντα, αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι πως θα ζήσεις για πάντα. Δεν σε κρατά αιώνια νέο, αλλά σου επιτρέπει να νιώθεις αιώνια νέος. Δεν απομακρύνει το χρόνο, αλλά τον εξομαλύνει. Δεν δίνει χρόνια στη ζωή σου, συνηθίζουν να λένε οι δρομείς, αλλά ζωή στα χρόνια σου. Το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων είναι μια μορφή διαλογισμού, αλλά ο κάθε ορθολογιστής δρομέας μπορεί να βρει στη χημεία την επιστημονική εξήγηση της λειτουργίας του φαινομένου που νιώθει.

Ίσως, κάποτε, έρθει μια εποχή όπου το είδος μας δεν θα έχει ανάγκη από κανενός είδους σωματική δραστηριότητα. Ίσως το μόνο που τότε θα χρειάζεται να είναι ένας υπερτροφικός εγκέφαλος, που θα κινεί τα πάντα. Ίσως. Εμείς όμως είμαστε παιδιά της δικιάς μας εποχής, η οποία ιστορικά απέχει ελάχιστα από την εποχή που το τρέξιμο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την επιβίωσή μας. Πράγμα που σημαίνει πως ακόμα είναι.