Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Πυλώνες στήριξης.

   


   Πριν από αρκετά χρόνια βρέθηκε στην Καβάλα ο γνωστός εικαστικός, Κώστας Τσόκλης, για μια παρουσίαση του έργου του. Κάπου προς το τέλος της βραδιάς, στα πλαίσια συνομιλίας με το κοινό, ειπώθηκε ίσως η πιο σοφή κουβέντα ή τουλάχιστον αυτή που μου προκάλεσε τον περισσότερο προβληματισμό. Σε μια αποστροφή του λόγου του ο καλλιτέχνης αναρωτήθηκε: “Τι να την κάνεις την τέχνη, όταν έχεις στην αγκαλιά σου την γυναίκα που αγαπάς;”
Όσον αφορά τους δημιουργούς είναι, όντως, διαδεδομένη η άποψη πως η τέχνη είναι καταφυγή, διέξοδος και παρηγοριά ανθρώπων που διάγουν μια ζωή βασανισμένη. Κρίνοντας το πόσο ταλαιπωρημένος υπήρξε ο βίος πολλών συγγραφέων, ζωγράφων και μουσικών, δεν μπορείς να αρνηθείς πως ο παραπάνω αφορισμός έχει ισχυρή βάση. Πράγματι, γιατί ν’ αφήσεις μια ζεστή αγκαλιά για ν’ ασχοληθείς με τη βάσανο της δημιουργίας; Το λεχθέν δουλεύει ακόμα κι αν αντικαταστήσεις τη λέξη γυναίκα με την απλή λέξη ευτυχία. Τι ανάγκη διαφυγής έχεις όταν είσαι ευτυχισμένος;
Φυσικά, το τρέχον κείμενο, το πρώτο μετά από μια περίοδο καταθλιπτικής απραξίας, δεν διεκδικεί περγαμηνές έργου τέχνης, εν τούτοις θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει το ανωτέρω, καθώς αυτό που ξεχωρίζει ένα έργο τέχνης από ένα απλό δημιούργημα δεν είναι η ανάγκη έκφρασης, αλλά το αποτέλεσμα. Η επιθυμία του δημιουργού της Μόνα Λίζα δεν διαφέρει από την επιθυμία οποιουδήποτε προσπαθεί να εκφραστεί μέσω της ζωγραφικής. Παραμένει ίδια σ’ έναν αναγνωρισμένο και σ’ έναν ελάσσονα καλλιτέχνη. Σ’ έναν διάσημο και σ’ έναν άγνωστο. Σ’ έναν επαγγελματία και σ’ έναν ερασιτέχνη. Όπως ακριβώς είναι ίδια η αγάπη για το τρέξιμο σ’ έναν διακεκριμένο αθλητή και σ’ έναν από τους τελευταίους της κατάταξης.
Αφήνω την εισαγωγή και έρχομαι στο τρεξιματικό μου παρόν. Πάντα πίστευα και πιστεύω πως η κινητήρια δύναμη των πάντων είναι η ψυχή. Αν αυτή έχει διάθεση, τότε σώμα και πόδια ακολουθούν. Εδώ κι αρκετό καιρό, ίσως και λόγω ανθρώπινης αχαριστίας, η ψυχολογική μου διάθεση δεν ήταν καλή, κι η πορεία μου στο τρέξιμο πέρασε μια κρίση που την επιδείνωσε περισσότερο. Οι αγώνες συνέχιζαν να είναι όαση, ξεχνούσα τα πάντα όλα, μεταφερόμουν στον αγαπημένο μου κόσμο, έβρισκα το βάλσαμο για την ψυχή, αλλά δεν γινόταν ν’ αρνηθώ πως ήταν πια οδυνηροί για το σώμα. Οι χρόνοι μου σημείωναν ανησυχητική πτώση, κι ήταν απελπιστικό να τους συγκρίνω με προηγούμενους σε ίδιο αγώνα. Υποστηρίζω πως δεν είσαι μεγάλος όσο το σώμα σου σου επιτρέπει να κάνεις ό,τι επιθυμείς, αλλά πολλοί δύσκολοι αγώνες, με πρώτον το ROUT που θα επιθυμούσα τόσο να τρέξω, βρίσκονταν έξω από την ακτίνα των δυνατοτήτων μου, οπότε αισθάνθηκα μεγάλος. Διαισθάνομαι πως αν αυτό το συναίσθημα κρατήσει πολύ, πιάνει θέση και δεν φεύγει εύκολα. Σίγουρα πρέπει να το ξέρεις πως, αργά ή γρήγορα, θ’ αποχωριστείς τα πράγματα που αγαπάς, αλλά δεν ήθελα αυτό να συμβεί με τον απότομο τρόπο που το βίωνα. Είχα φτάσει στο σημείο που πια δεν μπορούσα ν’ ακολουθήσω ούτε τους φίλους μου στις προπονήσεις. Αν δεν σταματούσε αυτό ή θα έμενα μόνος ή θα χαλούσα τις δικές τους προπονήσεις.
Τα τελευταία χρόνια κάθε μου βήμα ήταν ένα μικρό μαρτύριο. Οι φτέρνες όλων των φυσιολογικών ανθρώπων έχουν μια κυρτή καμπύλη. Οι δυο δικές μου είναι μόνιμα κοίλες. Δεν μ’ απασχολεί το εμφανισιακό, αλλά η συγκεκριμένη παραμόρφωση συνοδευόταν από πόνο, ιδίως στην ανηφόρα και στη γρήγορη προσπάθεια. Ένα απλό τετρακοσάρι αρκούσε για να με κάνει να κουτσαίνω. Αλλά χωρίς γρήγορο τετρακοσάρι δεν υπάρχει γρήγορο χιλιάρι, γρήγορος ημί, γρήγορος ολόκληρος. Δεν υπάρχει γρήγορος αγώνας. Προβλήματα που έχει ο κόσμος, ε;
Στο τέλος κάθε αγώνα κούτσαινα μόνιμα. Κάθε που σηκωνόμουν από στάση κούτσαινα. Όταν σηκωνόμουν από τον ύπνο, κούτσαινα. Παραδόξως, στη διάρκεια του αγώνα, αρκούσε να κάνω υπομονή στον πόνο γύρω στα 20 πρώτα λεπτά, μετά κάτι γινόταν που μάλλον είχε να κάνει με το ζέσταμα κι ο πόνος υποχωρούσε σε ανεκτά, ώστε να βγάλω τον αγώνα, επίπεδα. Στο τέλος του βέβαια ήταν μεγάλη υπόθεση το να περπατήσω μέχρι το αυτοκίνητο.
Επισκέφτηκα το μόνο γιατρό που η υγεία και η φοβία μου επιτρέπει, τον ορθοπεδικό. Η διάγνωση ήταν πως η παραμόρφωση οφείλεται σε δυο πιθανούς λόγους, υπερβολική καταπόνηση και στενά παπούτσια. Υπήρχαν και οι δυο υποψήφιοι. Έτρεχα ανελλιπώς κάθε μέρα και σ’ ένα σωρό αγώνες. Αλλά υπήρχε και μια άκαμπτη μπότα ορειβασίας που ήταν μικρότερη απ’ ότι έπρεπε και το πόδι μου μέσα της ήταν σαν σε γύψο, από τον οποίο πάλευε να ελευθερωθεί στο τέλος κάθε ανάβασης. Δεν τις ξαναφόρεσα ποτέ.
Τα νέα ήταν καλά και κακά. Για λόγους αυτοπροστασίας το πόδι μου, στο σημείο της φτέρνας, είχε μετατρέψει σε οστό κάτι που πρώτα ήταν μυικές ίνες ή κάπως έτσι το κατάλαβα εγώ. Δημιούργησε δηλαδή κάτι σαν πυλώνες στήριξης. Δεν κινδύνευα από τίποτα, αρκεί να άντεχα τον πόνο. Αλλιώς υπήρχε η λύση του χειρουργείου. 1500 ευρώ για κάθε πόδι, ένα μήνα στα τέσσερα, μετά πατερίτσες, μετά αποκατάσταση. Τρελαινόμουν και να το σκέφτομαι. Έφυγα βιαστικά από το ιατρείο, θαρρείς και υπήρχε τρόπος να χειρουργηθώ με το ζόρι. Τόσο βιαστικά που δεν πρόλαβα καν να αναρωτηθώ και να ρωτήσω για ποιο λόγο να χειρουργηθούν ταυτόχρονα τα δυο πόδια και να ζήσω ένα μήνα ως βαριά ανάπηρος, κι όχι εναλλάξ ώστε να εξυπηρετούμαι κάπως.
Εφόσον δεν υπήρχε περαιτέρω κίνδυνος επέλεξα την υπομονή στον πόνο. Ήταν πολύς όμως, τόσος που κατάφερνε να μου αλλάζει το δρομικό στυλ. Στην αρχή ήταν οι συναθλητές μου που παρατήρησαν πως κουτσαίνω. Προσπάθησα να προσαρμόσω τη φόρμα μου και πίστευα πως το κατάφερα. Αλλά στο τέλος κάποιου μικρού τοπικού αγώνα διαπίστωσα πως δεν το πέτυχα τόσο καλά όσο πίστευα. Έδωσα συγχαρητήρια σε μια συναθλήτρια με την οποία είχαμε φιλικά κοντραριστεί στα 5 πρώτα χιλιόμετρα πριν φύγει και χαθεί μπροστά μου.
Συγχαρητήρια σε σας”, μου απάντησε, (αυτός ο πληθυντικός τελευταία), “που βγάλατε τέτοιο αγώνα στην κατάστασή σας!”.
Απόρησα. Ποια κατάστασή μου, δηλαδή;
Ε, πως, δεν είναι εύκολο να τρέχεις κουτσός 20 χιλιόμετρα”, διευκρίνισε.
Ήταν σοβαρά τα πράγματα. Αλλά έπρεπε να το ξέρω. Είχα βαρεθεί, εκνευριζόμουν πλέον να με ρωτούν στο δρόμο τι έχω και κουτσαίνω. Μασούσα τις απαντήσεις κι άλλαζα θέμα.
Στο τέλος ενός ακόμα οδυνηρού αγώνα, του Ορειβατικού Μαραθώνιου του Ολύμπου του 2014, ανάμεσα στην παρέα των φίλων που με περίμενε στον τερματισμό υπήρχε ένας πολύ καλός φυσιοθεραπευτής. Προθυμοποιήθηκε να δει το πόδι μου και να μου πει μια γνώμη. Δεν κράτησε πολύ. Μου έδωσε συγχαρητήρια, τα πόδια μου ήταν καταπληκτικά, όπως διέγνωσε βλέποντας τις γραμμώσεις και τις φλέβες, και σίγουρα είχαν καταπληκτικές ικανότητες αυτοίασης. Κατέληξε στην πιο ευνοϊκή δυνατή διάγνωση. Ούτε εγχειρήσεις ούτε επεμβάσεις. Ανάπαυση ένα μήνα, κι αυτό είναι. Πήγα να χαρώ, αλλά με πρόφτασε.
Πρόσεξε, όμως. Ένα μήνα δεν θα κάνεις τίποτα. Όταν λέμε τίποτα, εννοούμε τίποτα απολύτως.”
Ποδήλατο;”
Τίποτα”
Βάρη;”
Τίποτα”.
Ούτε ορειβασία;”
Τίποτα”.
Δεν γίνεται να κάτσεις και να μην κάνεις τίποτα όταν τη στιγμή που κάθεσαι αισθάνεσαι περίφημα. Λίγο καιρό μετά και η κατάσταση παρέμενε ίδια ή μάλλον λίγο χειρότερη. Τώρα υπήρχαν μαχαιριές πόνου που με ξυπνούσαν τη νύχτα. Αλλά υπέμενα το κόστος. Μπορεί να γκρίνιαζα, να υπέφερα, αλλά τις περισσότερες φορές ευχόμουν να παραμείνει το πράγμα έτσι, να μπορώ να τρέχω κι ας πληρώνω με πόνο το τίμημα. Πολλά πράγματα πλάκωναν την ψυχή μου και δεν γινόταν να στερηθώ όσα την ελάφρωναν. Δεν διάβαζα, δεν έγραφα ούτε για το μπλόγκ μου, δυσκολευόμουν να τελειώσω μια κάπως δύσκολη ταινία. Οι ανθρώπινες σχέσεις και το τρέξιμο ήταν οι πραγματικοί πυλώνες στήριξής μου, αν αυτοί ράγιζαν θα γκρεμιζόμουν στο πάτωμα.
Και ξαφνικά συνέβη. Δεν το κατάλαβα, δεν ξέρω πως. Απλώς κάποτε συνειδητοποίησα ότι ο πόνος που ήταν καθημερινός για τόσα χρόνια δεν υπήρχε πια. Προσπάθησα να τον εντοπίσω στο τρέξιμό μου, αλλά δεν βρήκα τίποτα παραπάνω από μια ενόχληση. Απορούσα πως δεν το κατάλαβα αμέσως. Μάλλον επειδή δεν συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη. Φαίνεται πως, μέρα με τη μέρα, κάποια γραμμάρια οδύνης δραπέτευαν, τόσο σταδιακά που δεν γινόταν αντιληπτό. Και μετά είχε εξαφανιστεί.
Μαζί με τον πόνο είχαν φύγει και δυο κιλά. Έκοψα παντελώς τη ζάχαρη. Η διάθεσή μου επανερχόταν. Οι σχέσεις με τους γύρω μου παρέμεναν καλές, καινούργια πρόσωπα έμπαιναν στη ζωή μου. Είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο μου, ηΑτέλειωτη Διαδρομή”, και μ’ έκανε χαρούμενο η υποδοχή του. Έγινε μια όμορφη, αξέχαστη για μένα, βραδιά παρουσίασης στο Δασικό Χωριό του Ερύμανθου. Ήρθαν ένα σωρό καταστάσεις που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ζούσα, γεμάτες ελπίδα κι υποσχέσεις για νέες περιπέτειες, που ίσως σε κάποια επόμενα κεφάλαια αφηγηθούν γεγονότα που δεν γνωρίζω ακόμα, αλλά λαχταρώ να ζήσω.
Πάντα θα θυμάμαι ότι αρκεί μια απλή ανατροπή για να χαθούν όλα, το ίδιο ξαφνικά. Άργησα πολύ, αλλά μπορώ πια να ζω με την αίσθηση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή μας, ούτε καν αυτή η ίδια. Είναι μια αλήθεια που περιφρονούσα μέχρι πρόσφατα. Αλλά μπορώ να βλέπω αυτή την αλήθεια κι από την ανάποδη μεριά. Σύμφωνοι, δεν είναι δεδομένη η ζωή, η υγεία, η ευτυχία, ακόμα και κάποιες σχέσεις μας που τις θεωρούμε δυνατές. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, δεν είναι δεδομένο ότι η ζωή μας θα τελειώσει σύντομα, ότι ένας τραυματισμός θα μας συνοδεύει για πάντα, ότι η θλίψη και η απογοήτευση θα είναι μόνιμες, ότι οι σχέσεις μας θα ακολουθήσουν το νόμο της φθοράς, ή ότι είναι πια αργά για καινούργιες γνωριμίες, για καινούργιες σχέσεις, για καινούργιους φίλους.
Κι έτσι τώρα τρέχω πάλι χωρίς πόνο και κάθε αγώνας είναι μόνο χαρά. Βρίσκομαι να κοιμάμαι αγκαλιά με καινούργια σχέδια που μπορώ πια να κάνω, με νέα ταξίδια που μπορώ να ονειρεύομαι, με αγώνες μακρινούς που με βλέπω να ξεκινώ και να τους τελειώνω. Μπορώ να προσδοκώ για μένα ό,τι για όλους τους ανθρώπους, μια ζωή φωτεινή και πλήρη, που θα σβήσει κάποτε όχι από δυστύχημα, αλλά έχοντας διαγράψει πρώτα μια όμορφη και ομαλή τροχιά σαν πεφταστέρι. Έχω πάλι, όχι την ανάγκη, αλλά τη διάθεση έκφρασης που με τοποθετεί στον προβληματισμό της αρχής, αλλά, ανάποδος σε όλα όπως πάντα, έτσι ανάποδος και σ’ αυτό.