Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Στον λαβύρινθο του Ostrohe.


                                                                        Β. Γερμανία,  10 Αυγούστου 2014.


Πυκνό δάσος και δέντρα ολόγυρά μου. Χωματόδρομος μαλακός κι ατέλειωτος, στρίβει, διακλαδίζεται, τραβά στο πουθενά. Ακολουθώ βέλη από πριονίδι στο έδαφος που δείχνουν την κατεύθυνση κι αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν ο αέρας ή μια βροχή τα διαλύσει. Αγωνίζομαι για να μην χάσω επαφή με την Γερμανίδα κυρία που τρέχει μπροστά μου. Φαίνεται να ξέρει το δρόμο και η παρουσία της είναι μια κάποια ασφάλεια εδώ που βρέθηκα. Αλλοίμονο μου αν χαθώ. Δεν έχω άποψη για το συγκεκριμένο δάσος, αλλά τα δάση στη Γερμανία έχουν έκταση νομού. Ακόμα και σε πάρκα Γερμανικών μεγαλουπόλεων έχω χαθεί 3 φορές στο παρελθόν. Απρόσμενα πράγματα επιφυλάσσει η μοίρα, σκέφτομαι διαρκώς.
Το Ostrohe δεν το ήξερε ούτε ο Έλληνας σερβιτόρος που εργαζόταν 18 χρόνια σε μια πόλη 80 χιλιόμετρα παρά κει. Ούτε φυσικά ξέρει κανείς τον παγκοσμίως άγνωστο μαραθώνιό του, αν κι αυτός διεξάγεται ανελλιπώς επί 34 συνεχόμενα έτη. Τα τελευταία 20 την πιστολιά την ρίχνει ο ίδιος άνθρωπος. Η εγγραφή μου, μόλις 17 ευρώ, ήταν δώρο έκπληξη από την παρέα μου, μιας και θα βρισκόμασταν κάπου κατά κει, στα βόρεια, εκείνες τις μέρες. Πως το ανακάλυψαν, απορώ. Επιπλέον, μέχρι και πέρσι η έκπληξη θα ήταν ευχάριστη, αλλά φέτος με προβληματίζει. Έχω να τρέξω σε ευθεία από την Πρωτοχρονιά, όπου για το καλό του έτους ο αδερφός μου με παρέσυρε σε ασφάλτινη προπόνηση 30 χιλιομέτρων. Όταν τέλειωσε δεν ήξερα που να βάλω τα πόδια μου. Έκτοτε, βουνά μόνο και λαγκάδια.
Έτσι, δεδομένου του ξαφνικού που περιέχει κάθε έκπληξη της τελευταίας εβδομάδας, βρίσκομαι να διαθέτω μόλις 3 μέρες για προσαρμογή. Επιλέγω την Τρίτη για long run, την Τετάρτη για ταχύτητες, (λέμε τώρα), την Πέμπτη για τέμπο, (λέμε τώρα), Παρασκευή και Σάββατο τουρισμός, και την Κυριακή είτε βγαίνουν 42 χιλιόμετρα, είτε το συμπέρασμα πως 3 μέρες δεν αρκούν για προετοιμασία μαραθωνίου.
Βρίσκομαι στις 8 το πρωί σ’ ένα χωριό, σ’ ένα στάδιο, σ’ ένα τοπικό γυμναστήριο, ενός τοπικού συλλόγου. Κάτι σαν ο Σύλλογος Δρομέων του Πεδίου του Άρεως ν’ αποφάσιζε να οργανώσει μαραθώνιο. Όλοι γύρω μου χαιρετιούνται με τα μικρά τους ονόματα. Αισθάνομαι ο μόνος άγνωστος. Κοιτώ την αναρτημένη λίστα συμμετοχών του μαραθωνίου. 31 άτομα. Μ’ αναφέρει ως κάτοικο Βερολίνου - από εκεί έγινε η αίτηση σε μια γερμανόγλωσση ιστοσελίδα. Σκέφτομαι να δηλώσω την καταγωγή μου, αλλά αποφασίζω πως καλύτερα να τελειώσω πρώτα τον αγώνα, μην πάει κάτι στραβά και βεβηλώσω την πατρίδα.
Κοιτώ με δέος την άσφαλτο που ανοίγεται στην αφετηρία. Πως θα πατήσω πάλι σε τέτοιο πράγμα; Αλλά δεν κρατά ούτε χιλιόμετρο. Αμέσως στροφή και βρίσκεσαι μέσα σε δάσος. Αυτό κι αν είναι έκπληξη. Το χώμα είναι μαλακό, θα με καθυστερήσει, αλλά έτσι κι αλλιώς για 5 ώρες με υπολογίζω, δεν χάθηκε ο κόσμος για κάτι παραπάνω. Βάζω τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Μελωδίες κάτω από τα δέντρα. Μόνο που το mp3 μου παίζει πέντε τραγούδια και σβήνει. Το ξανανοίγω, ξανασβήνει. Το θεωρώ μαλακισμένο, όπως και το προηγούμενο που είχα, αλλά κι αυτό μάλλον με θεωρεί κρετίνο, όπως ακριβώς με θεωρούσε και το προηγούμενο που είχα. Κρίμα να ξεμείνω από μουσική, είχα βασιστεί σ’ αυτήν. Το κεφάλαιο που θα γράψω κάποτε για τη σχέση της μουσικής με το τρέξιμό μου, ή μάλλον για τη σχέση των σύγχρονων μηχανημάτων αναπαραγωγής με το τρέξιμό μου, θα είναι από τα πιο δραματικά.
Στο βιβλίο Run Wild που κουβαλώ μαζί μου στο ταξίδι o Boff Whalley επί 275 σελίδες πλέκει το καλύτερο εγκώμιο που έχω διαβάσει ποτέ για το ορεινό τρέξιμο. (Αν και τον βρίσκω πολύ αυστηρό απέναντι στους συνηθισμένους μαραθώνιους). Ο συγγραφέας δεν κατανοεί γιατί κάποιοι προτιμούν τη μουσική αντί για το θρόισμα του ανέμου, το κελάιδισμα των πουλιών, ή απλώς την ανάσα τους. Συμφωνώ. Ποτέ δεν έχω μαζί μου μουσική στο βουνό. Αλλά στον ίσιο δρόμο είναι αλλιώς. Εδώ, τώρα, βρίσκομαι σε κάτι ενδιάμεσο. Ίσιος δρόμος μέσα στη φύση. Θα ήθελα μουσική.
Σε λιγότερο από μια ώρα αρχίζουμε να διασταυρωνόμαστε με γρηγορότερους δρομείς. Αποδεικνύεται πως ο δρόμος διαγράφει οκτάρια, κύκλους, μεγάλες στροφές, που δεν μπορώ ν’ αποστηθίσω. Σε έρημα σημεία μοναχικοί άνθρωποι της διοργάνωσης σημειώνουν στα χαρτιά τους, μετράνε, καταγράφουν. Τα πρόσωπα των δρομέων επαναλαμβάνονται, ενθαρρύνονται, ανταλλάσσουν κουβέντες μεταξύ τους. Τα μικρά ονόματα δίνουν και παίρνουν.
Εντάξει, λοιπόν. Δεν θέλω να παραμείνω ο μόνος άγνωστος. Αφού η έλλειψη μουσικής δεν μου επιτρέπει κλείσιμο στον εαυτό μου θα γνωρίσω κι εγώ τους συναθλητές μου. Μπροστά μου μια μεσήλικας κυρία. 45; Μπορεί και πάνω από 50, το τρέξιμο σε δείχνει πιο νέο. Μια νεαρότερη, κάτω από 30, μας προσπερνά ζωηρά, αλλά δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ το ρυθμό, κι επιβραδύνει. Η επιπολαιότητα της νεολαίας, σκέφτομαι. Την χαιρετώ και την αφήσω πίσω. Πολύ βιάστηκε. Τς, τς, τς. Επιπόλαια νεολαία.
Πλησιάζουμε έναν ηλικιωμένο. Α, είναι αυτός ο 74αρης που ανέφεραν στην εκκίνηση. Στην πλάτη η μπλούζα του αναγράφει 100 marathon club. Εντυπωσιακό. Έχει κάνει 100 μαραθώνιους, ε;
Αλλά κι εγώ φοράω ένα ένδοξο μπλουζάκι. Κλασικός μαραθώνιος Αθήνας, 2,500 χρόνια από τη μάχη. Πάνω του τα ονόματα 4 φίλων και λόγκο από ινστιτούτο έρευνας κατά του καρκίνου. Πρωτοβουλία Εγγλέζου φίλου, που είχα αποφασίσει να το ξεφορτωθώ γιατί οι δάφνες στο στήθος παραπέμπουν σε εμβλήματα παρόμοια μ’ αυτά που χρησιμοποιεί και το λεγόμενο μόρφωμα του πολιτικού μας χώρου. Μετά την πρόσφατη ανάβασή μου στις Ιουλιανές Άλπεις το πέταξα με πόνο στα σκουπίδια. Την άλλη μέρα το πρωί το έβγαλα από τα σκουπίδια, το έριξα στο πλυντήριο και το φορώ σήμερα. Έχει δίκιο ο φίλος μου ο Βαγγέλης, δεν θ’ απαρνηθούμε εμείς αυτά που αγαπάμε για να τα κάνουμε χάρισμα στους τυχάρπαστους.
Ο ηλικιωμένος δρομέας με ρωτά για το μπλουζάκι κι αναφέρω περήφανα τις συμμετοχές μου στην κλασική. Εκφράζω και τον θαυμασμό μου γι’ αυτόν, πάνω από 100 μαραθωνίους, έ; Μου λέει κάτι που ξεκινά από χίλια. Τι εννοεί, τα χιλιόμετρα που έχει κάνει στη ζωή του; Αντιλαμβάνεται την αμηχανία μου και συμπληρώνει: Έχω κάνει 3 φορές το Σπάρταθλο, λέει. Είναι ο αγώνας από την Αθήνα μέχρι την Σπάρτη, επεξηγεί, γεγονός που θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως προσβολή αφού φυσικά και ξέρω τι είναι Σπάρταθλο. Αλλά νιώθω πραγματικό δέος. Αν και αργός ο ρυθμός μου είναι γρηγορότερος από τον δικό του. Τον συνοδεύω για λίγο και διστάζω πριν αποφασίσω να φύγω μπροστά. Παρά τον σεβασμό μου παρατηρώ το σκεβρωμένο, κυρτό, πάνω μέρος του κορμιού του. Καταλαβαίνω πως 74 χρόνια είναι μεγάλο βάρος και μπορεί να λυγίσει ένα σώμα, εν τούτοις δεν το θεωρώ φυσιολογικό. Ξέρω πολλούς κοτσονάτους στην ηλικία του. Αποφασίζω τον Σεπτέμβριο ν’ αυξήσω το πρόγραμμα των βαρών, έστω και σε βάρος του τρεξίματος.
Ξανά από απέναντι οι προπορευόμενοι. Η πρώτη γυναίκα πασίχαρης, τσουγκρίζει παλάμες. Δεν καταφέρνω να υψώσω αρκετά το δικό μου χέρι, την βρίσκω στον καρπό κι ελπίζω πως δεν την πόνεσα πολύ. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε θα είναι το ίδιο χαρούμενη κι ενθαρρυντική, αλλά δεν το ρισκάρει. Αισθάνομαι πολύ νωρίς την κούραση. Στις 2,5 ώρες του πρόσφατου long run δεν είχα νιώσει τίποτα, και τώρα οι πόνοι έχουν εμφανιστεί από την 1,5 ώρα. Και δεν έχω κάνει παραπάνω από 13 χιλιόμετρα. Σε κάποιον παλαιότερο μαραθώνιο είχα συμπληρώσει τόσα την πρώτη ώρα. Απελπισία. Στα 20 χιλιόμετρα είμαι κουρασμένος του θανατά. 20 χιλιόμετρα στο βουνό, κάτι σαν τον αγώνα στο Πάικο, θα ήταν σήμερα μια ευχάριστη βόλτα. 20 χιλιόμετρα ισιάδι, παλαιότερα, θα ήταν μια συνηθισμένη προπόνηση.
Τώρα δεν το αισθάνομαι ούτε βόλτα ούτε συνηθισμένη προπόνηση. Αλλά δεν θέλω να επιβαρύνω την κατάστασή μου με αρνητικές σκέψεις. Αποφασίζω να σκεφτώ ευχάριστα πράγματα. Αρκετά ευχάριστα μου συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό. Όλα τα Σαββατοκύριακα μου είναι διαμάντια, μ’ αποζημιώνουν για τα ζόρια των καθημερινών ημερών. Όμορφες στιγμές γεμίζουν τις μέρες μου. Και, το σπουδαιότερο, είδα μαρμότα. Πάντα ήθελα να το δω αυτό το ζωάκι, που το ‘χω σχέδιο σε ένα μπλουζάκι μου της φίρμας Marmot. Το είδα σε μια κορυφή των Ιουλιανών Άλπεων, μόλις μια βδομάδα πριν.
Αλλά η κούραση κι ο πόνος ανεβαίνουν. Η μονοτονία προβλέπεται ανυπόφορη. Το δάσος έχει καταπιεί τους δρομείς. Μπροστά μου, μόνη παρουσία, η Γερμανίδα. Η μακριά κοτσίδα της πάλλεται σαν εκκρεμές. Πρέπει να ξεφύγω από δω, αλλιώς δεν την βγάζω. Έτσι η σκέψη μου δραπετεύει από τον αγώνα. Ξεκινώ αυτό το κείμενο ενόσω τρέχω. Καταγράφω στο μυαλό μου περιστατικά κι συναισθήματα.
Την κυρία μπροστά μου μια την περνώ, μια με περνά. Συνήθιζα να τρέχω μαραθώνιους κάποτε, μου λέει. Κι εγώ συνήθιζα να τρέχω μαραθωνίους κάποτε, της απαντώ. Αλλά σήμερα δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί, αυτό το λέω στον εαυτό μου, κι έχω μια περιέργεια. Περιέργεια είναι αυτό που σκοτώνει τις γάτες και ενίοτε ορισμένα ανώτερα θηλαστικά. Αλλοίμονο, αυτήν τη στιγμή δεν νομίζω πως έχω καμιά ικανότητα πιο ανεπτυγμένη από τις γάτες, χώρια που δεν διαθέτω άλλες έξι ζωές καβάντζα.
Κάποτε απομακρύνεται, σιγά σιγά. Ναι, πάει σιγά, παρ’ όλα αυτά απομακρύνεται. Ούτε τόσο δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω, αναλογίζομαι και στεναχωριέμαι πάλι. Ξανασκέφτομαι την μαρμότα. Είμαι τυχερός άνθρωπος, ζω τόσα όμορφα πράγματα.
Και ξαφνικά το δάσος γεμίζει ζωή. Έχει δοθεί εκκίνηση για παράλληλους αγώνες, 3.5, 5, 10, 21 χιλιομέτρων, σκυταλοδρομίες. Γερμανοί όλων των κατηγοριών, μεγεθών και σχημάτων διασταυρώνονται παντού. Παιδιά και ηλικιωμένοι. Όσο μικρότερος ο αγώνας τόσο γρηγορότεροι. Όσο μεγαλύτερος τόσο πιο αργοί. Οι αργοί στον μαραθώνιο θα αποτελούσαμε τη βάση της τροφικής αλυσίδας κάποτε, ωστόσο προκαλούμε συμπάθεια σήμερα, ακόμα και θαυμασμό σε κάποιους που νιώθουν την ανάγκη να μας συμπαρασταθούν. Πρωτοφανές κρυφτό και κυνηγητό μέσα στο δάσος. Άνθρωποι βγαίνουν και ξαναχάνονται στις συστάδες. Κάποτε, όταν παρατραβούσε αυτό, ακουγόταν από μακριά η φωνή της μαμάς μου που με καλούσε στο σπίτι. Τότε έκανα πως δεν ακούω, αλλά αν γινόταν να με φωνάξει τώρα θα επέστρεφα στο σπίτι και θα την άφηνα να με λούσει στη σκάφη με το σαπούνι που έτσουζε τα μάτια.
Μπροστά μου μια γυναικεία μορφή στο μέγεθος του Κόναν του βάρβαρου κινείται με δυσκολία. Όσο την πλησιάζω νιώθω νάνος. Πως κουμαντάρονται τέτοιες γυναίκες, αναλογίζομαι και προσθέτω βάρη στη νοητή μπάρα του γυμναστηρίου. Μετά τα αφαιρώ, τόσα κιλά ακόμα κι αν τα σηκώσουν τα χέρια δεν τα σηκώνει η μέση μου, ούτε με τη βοήθεια τη φαντασίας. Την χαιρετώ όπως την προσπερνώ. Αποδεικνύεται νέα κοπέλα με όμορφο πρόσωπο, δεν ξέρω σε ποιον αγώνα αποφάσισε να συμμετέχει, αλλά ασθμαίνει ανησυχητικά. Μετά η ανάσα της σβήνει. Γυρνώ και την βλέπω σταματημένη, σκυφτή, με τα χέρια στα γόνατα. Μια συναθλήτριά της προσπαθεί να την βοηθήσει. Έχει βρει κάτι σαν τοίχο μάλλον.
Παραδόξως στον σημερινό μαραθώνιο φοβάμαι τα πάντα εκτός από αυτό που λέγεται «τοίχος». Είχα την εμπειρία αρκετές φορές παλαιότερα, αλλά τώρα, με την ταχύτητα των 7 λεπτών το χιλιόμετρο, ακόμα και μια κυριολεκτική σύγκρουση σε ντουβάρι δεν θα είχε σοβαρές συνέπειες. Αχ, ο μαραθώνιος έγινε πάλι αυτό που ήταν κάποτε. Κάτι κοπιαστικό και επίπονο. Κι αυτό που με πολλούς κόπους είχα καταφέρει, να βγάζω δηλαδή έναν μαραθώνιο οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να στερούμαι καν την προπόνηση ούτε της προηγούμενης ούτε της επόμενης μέρας, ανήκε στο παρελθόν, όπως και οι χρόνοι μου, και σε βουνό και σε άσφαλτο.
Το δράμα της ζωής μου. Προσπαθώντας να είμαι καλός σε πολλά, δεν κατάφερα να είμαι πραγματικά καλός σε τίποτα. Παρηγορούμαι πιστεύοντας πως πέτυχα κάποτε έναν αξιοπρεπή μέσο όρο σε όλα. Αλλά, πόσα χιλιόμετρα μένουν ακόμα, δεν έχω ιδέα. Οι σταθμοί είναι ακανόνιστοι, τα εφόδια ελάχιστα, λίγο τσάι, λεπτές φλούδες μπανάνα, ακόμα και το νερό περιορισμένο. Δεν πίνουν νερό οι Ευρωπαίοι, περίεργοι οργανισμοί. Και η σήμανση του αγώνα μπερδεμένη, βλέπω τα ίδια νούμερα συνέχεια. Ποια στροφή αντιστοιχεί στην πινακίδα του 30 χιλιομέτρου που είχα δει τα πρώτα 15 λεπτά; Σκέφτομαι φιλικά πρόσωπα, τον Σάκη, την Άντζελα, την Γεωργία, που κατάπιαν σε πρόσφατο αγώνα τους 180 χιλιόμετρα, και προσπαθώ να πάρω θάρρος. Δεν κάνω δα και κάτι σπουδαίο. Για δες σύμπτωση, όμως, και οι τρεις που σκέφτηκα καταφέρνουν να είναι καλοί σε κάθε τερέν. Άρα είναι δυνατόν για κάποιους χαρισματικούς. Ξαναθυμάμαι την μαρμότα.
Και ξαφνικά διαπιστώνω πως, το ίδιο απότομα όπως εμφανίστηκαν, έχουν εξαφανιστεί όλοι. Είμαι μόνος σ’ ένα αχανές δάσος, σ’ έναν ατέρμονο λαβύρινθο χωρίς έξοδο, απ΄ όπου περνώ ξανά και ξανά από τα ίδια μέρη. Φοβάμαι πως δεν θα τελειώσει ποτέ αυτός ο εφιάλτης. Πως θα μείνω να περιπλανιέμαι εδώ αέναα, μια λάθος στροφή είναι αρκετή για κάτι τέτοιο. Θυμάμαι τον Νίκολσον στην τελευταία σκηνή της 'Λάμψης'. Δεν είμαι τόσο ψυχοπαθής όπως ο Νίκολσον στην ταινία, αλλά αν χαθώ εδώ νομίζω πως θα με βρει ο χειμώνας και θα έχω το ίδιο τέλος μ’ αυτόν. Μια παγωμένη έκφραση κι ένα mp3 στο τσεπάκι, που αν βρει φωνή θα πει πως το ήξερε ότι ήμουν κρετίνος.
Κι όμως νάτη. Η κυρία, μπροστά μου. Περπατά. Γρήγορα, αλλά περπατά. Μάλλον κουράστηκε. Κάνω μια προσπάθεια να την φτάσω, μου προσφέρει σιγουριά η παρουσία της. Όπως την πλησιάζω αρχίσει να τρέχει πάλι. Αλλά όποιος περπατήσει μια φορά στον μαραθώνιο θα το ξανακάνει. Το ξανακάνει. Μια περπατά, μια τρέχει. Μια την πλησιάζω, μια απομακρύνεται. Αλλά ξέρω πως δεν θα την χάσω πια.
Αρχίζω να μαθαίνω τα πρόσωπα στους σταθμούς. Κάποιοι καθιστοί σε καρέκλα, κάποιοι όρθιοι. Πως αντέχουν όρθιοι τόσες ώρες, είναι πιο δύσκολο από αυτό που κάνουμε εμείς. Έχουμε περάσει το τετράωρο και πια η κυρία περπατά για μεγαλύτερα διαστήματα. Την φτάνω κάποτε, αλλάζουμε άλλες δυο κουβέντες, χάλια τα αγγλικά της, ανύπαρκτα τα γερμανικά μου. Άλλα 10 χιλιόμετρα λέει το ρολόι της. Οκ, θα τα καταφέρω, έχω την αίσθηση. Φεύγω. Μοναξιά, αλλά θα τελειώσει. Στους σταθμούς με χαιρετάνε στα γερμανικά, αλλά καταλαβαίνω πως είναι αποχαιρετισμός, δεν θα ξαναπεράσω από εδώ. Είναι η τελευταία φορά που τους βλέπω. Συνήθως οι αποχαιρετισμοί μου φαίνονται θλιβεροί, αλλά τώρα χαίρομαι που δεν θα ξαναδώ αυτά τα συμπαθητικά πρόσωπα. Ο κύριος στην καρέκλα της τελευταίας στροφής σημειώνει και μου δείχνει μια ακόμα φορά το δρόμο. Ακολουθώ την υπόδειξη, αλλά….
Μα, γιατί; Όχι πως έμαθα το δρόμο απ’ έξω, αλλά ξέρω πως πρέπει να περάσω στην άσφαλτο για να οδεύσω προς τον τερματισμό. Γιατί με στέλνει στη στροφή που ξαναμπαίνει στην καρδιά του δάσους; Αν έχει κάνει λάθος στο μέτρημα; Αν μπω από αμέλεια στο πράσινο χάος. Αν τελειώσει ο αγώνας, αν φύγουν όλοι και μείνω μόνος να περιπλανιέμαι αιωνίως σαν την άδικη κατάρα μέσα στους μέλανες δρυμούς;
Δεν θέλω να ζήσω κάτι τέτοιο. Περιμένω, κάνοντας δήθεν διατατικές. Η κυρία θα φανεί κάποτε, και θα ξέρει προς τα πού πρέπει να πάμε. Πράγματι, έρχεται. Πάλι μαζί. Πάλι στο δάσος. Πάλι μπροστά από κάποιες μεσόκοπες της διοργάνωσης που βιάστηκα ν’ αποχαιρετίσω πριν. Γελούν και με χαιρετούν ζωηρότερα τώρα. Δεν είναι, αλλά μοιάζει κοροϊδία. Σταματώ μπροστά τους. Αρκετά κράτησε αυτό το αστείο. Που είναι η έξοδος από αυτό το δάσος; Έξιτ, που είναι το έξιτ; Εκείνο το ανθρωπάκι που βλέπουμε να τρέχει στις ταμπέλες των κλειστών χώρων, σε ποιο κορμό βρίσκεται;
Μου δείχνουν προς στο μέρος που τρέχει η κυρία. Ακολουθώ και τώρα νομίζω πως πράγματι τελειώνει. Η κυρία επιβραδύνει απελπιστικά. Σκέφτομαι πως το σωστό είναι να την περιμένω να τερματίσουμε μαζί, αλλά θέλω τόσο να λήξει όλο αυτό. Και κάπου φαίνεται η άσφαλτος.
Στρέφω πίσω μου μια τελευταία φορά μήπως και τη δω, αν είναι κοντά θα την περιμένω. Αλλά, ποια είναι αυτή; Άλλη περίμενα να δω, άλλη βλέπω. Μα, ναι, είναι η κοπέλα της αρχής, που πίστεψα πως είχε υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της. Μας έφτασε, εμάς, τους ώριμους δρομείς. Τα νιάτα κερδίζουν την ωριμότητα σήμερα. Τς, τς τς. Η κυρία έχει μείνει πολύ πίσω.
Αλλά ίσα για λίγα μέτρα ακόμα νομίζω πως θα βρω δυνάμεις. Δεν χρωστώ καμιά υποχρέωση στη νεαρή και δεν θέλω να με περάσει. Έτσι, μόλις με φτάνει, βάζω τα δυνατά μου για να την ακολουθήσω. Και αν κουραστεί θα βάλω τα λίγο δυνατότερα για να την περάσω. Που θα τα βρω, ένας θεός ξέρει. Στην άσφαλτο ένας διοργανωτής, μάλλον ο πρόεδρος του συλλόγου, μας συνοδεύει με το ποδήλατο. Χαμογελαστός, ευγενικός, έχει μάθει από την παρέα μου για την καταγωγή μου. Ανοίγουμε κουβέντα. Ναι, έτρεξα στην επετειακή κλασική, του λέω. Έχω τρέξει πολλούς μαραθώνιους, αλλά τελευταία τρέχω μόνο στα βουνά. Τότε αυτό που κάνεις σήμερα είναι εύκολο, επεμβαίνει στην κουβέντα η κοπέλα, δίπλα μου. Όχι, είναι δυσκολότερο, της λέω. Ευκολότερο είναι αυτό το οποίο συνηθίζει να κάνει κάποιος. Ανοίγει κι άλλο το ρυθμό, την ακολουθώ με δυσκολία. Λες;
Στο ξεκίνημα η άσφαλτος μου είχε φανεί πιο σύντομη. Τώρα μακραίνει. Που είναι ο τερματισμός; Ο νεαρός πρόεδρος συνεχίζει να μας συνοδεύει με έκδηλη ευδιαθεσία. Το Π φαίνεται, αλλά δεν αντέχω πια το ρυθμό της νεαρής. Ώρα του στρίβειν δια της ευγενείας. Ladies first, της λέω, και κόβω λιγάκι. Αρνείται την προσφορά. Σουζάμεν, λέει. Τουγκέδερ μεταφράζει ο πρόεδρος. Ωχ! Συνήθως μ’ αρέσει αυτό, αλλά τώρα είμαι ξέπνοος. Δεν κάνει να γίνω ρεζίλι όμως, το ξέρουν πια πως είμαι Έλληνας. Παγώνω ένα χαμόγελο στο στόμα που φαντάζομαι πως κρύβει την αγωνία μου και προσπαθώ. Φωτογραφίες και δυο ποτήρια μπύρας μας περιμένουν στο τέρμα που πλησιάζει. Ενώνουμε τα χέρια και περνάμε τη γραμμή, σουζάμεν.
Βαριανασαίνω δοκιμάζοντας μπύρα. Νερό και μηλόπιτες περιμένουν σ΄ ένα πάγκο αρκετά μέτρα μακρύτερα. Με πλησιάζει μια διοργανώτρια, αντιπρόεδρος ή γραμματέας του συλλόγου, πιθανολογώ. Είστε από την Γκρίνχελαντ; Ναι, απαντώ, και χάρη σε μένα ο μαραθώνιός σας είναι πλέον ιντερνάσιοναλ. Όχι, υπάρχει κι ένας Σουηδός σήμερα, και παλιότερα είχε τρέξει κι ένας Γιαπωνέζος. Εντάξει, λοιπόν, χάρη σε μένα και τον Σουηδό ο αγώνας είναι ιντερνάσιοναλ και χάρη στον Γιαπωνέζο που έτρεξε παλαιότερα, ιντεράσιαλ. Είμαστε ευτυχισμένοι όλοι. Δεν υπάρχει μετάλλιο, ένα χαρτί συμμετοχής μόνο που δεν ενδιαφέρομαι να πάρω.
Μια μέρα μετά, και τα πόδια μου ευτυχώς δεν πονούν. Ούτε νιώθω κούραση, αν και μάλλον θα ένιωθα αν επιχειρούσα να τρέξω. Αλλά νιώθω πως η ζωή μου έχει κάνει κύκλο, και πως έχω βρεθεί πάλι στην αρχή αυτού του κύκλου. Είναι μεγάλος, όπως κι εγώ, και δεν ξέρω αν θ’ άντεχα άλλη στροφή του. Υπάρχουν φορές που αισθάνομαι πως έχω τη δύναμη να τα ξαναβρώ και να τα ξαναζήσω όλα από την αρχή. Άλλες υπάρχουν κι άλλες, όλο και περισσότερες, που νιώθω πως μια χρόνια κούραση έχει εισχωρήσει βαθειά στα κύτταρά μου και δεν αρκούν λίγες μέρες ξεκούρασης για να συνέλθω από αυτό.
Ίσως πρέπει σιγά σιγά, λοιπόν, να βρω τρόπο ν’ αποσυρθώ, να χαιρετίσω για πάντα τους σταθμούς από τους οποίους έχω περάσει τόσες φορές, να τραβήξω προς την έξοδο του λαβυρίνθου. Αλλά θα το βιώσω θλιβερά αυτή τη φορά. Δεν με νοιάζει για τις επιδόσεις που δεν θα ξαναβρώ, αλλά θα μου λείψουν οι άγνωστες στιγμές που κρύβονται στο μεγάλο δάσος ή στο ψηλό βουνό. Θα μου λείψει το άγγιγμα του χεριού. Θα μου λείψουν οι παρέες. Θα μου λείψει το σουζάμεν.
Μια από τις επόμενες μέρες, λοιπόν, πρέπει να διαλέξω τον τρόπο που διαβάζεται ο τίτλος του μπλογκ μου. Ατέλειωτη διαδρομή. Έχει δυο αναγνώσεις αυτή η φράση. Ατέλειωτη είναι μια διαδρομή που την παράτησες στη μέση. Αλλά είναι κι αυτή που την συνεχίζεις ατέρμονα και δεν τελειώνει ποτέ, όπως ακριβώς τα μονοπάτια ενός απέραντου δάσους στο οποίο έχεις χαθεί. Δύσκολα πια μου φαίνονται και τα δυο. Αλλά, έστω κι αν είναι ψευδαίσθηση, νιώθω πως έχω ακόμα τη δυνατότητα επιλογής.