Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 2.



 Ο Μαραθώνιος της Ρόδου. 1998.


   Τον Απρίλιο του 1998 η Ρόδος φιλοξενούσε το πανελλήνιο πρωτάθλημα του μαραθωνίου δρόμου. Μαθητευόμενος, κοντά στον Νίκο, τότε, αποφασίσαμε να εκπροσωπήσουμε τον τοπικό μας σύλλογο. Αν ξέραμε ότι μας περιμένει ένας κολοσσός προσπαθειών, θα το ξανασκεφτόμασταν.
Ο πρώτος μας άθλος ήταν να καταφέρουμε να φτάσουμε στο νησί - προορισμό, όχι μόνο των αλλοδαπών που λαχταρούν τον ήλιο του, αλλά και των σχολικών εκδρομών που επιζητούν τη νύχτα του. Ατυχώς για μας, η αθλητική εκδήλωση συνέπιπτε ημερολογιακά με τις εκπαιδευτικές εκστρατείες. Τα μαθητικά στίφη και η συγκοινωνιακή ανοργανωσιά έκαναν τα δρομολόγια και τη ζωή μας δύσκολη.
Τη βραδινή ώρα της προβλεπόμενης αναχώρησης του πλοίου μας από τον Πειραιά, αυτό δεν είχε καν έρθει. Ξεροσταλιάζαμε στην προκυμαία, καρτερώντας να δούμε τα φώτα του να μπαίνουν στο λιμάνι, έχοντας πίσω μας και την ταλαιπωρία 9 ωρών λεωφορειακού ταξιδιού μέχρι την Αθήνα. Κάποτε ενημερωθήκαμε πως δεν πρόκειται να εμφανιστεί πριν την επομένη το πρωί, κι αναζητήσαμε φιλοξενία σε συγγενικό σπίτι. Καθοδόν προς αυτό, άγριες μεταμεσονύκτιες ώρες, πέσαμε σε αστυνομικό έλεγχο. Το μόνο που μας έλειπε. Ευτυχώς, ο Νίκος, ήταν τότε υποδιοικητής του τμήματος ασφάλειας της Καβάλας και ξεμπερδέψαμε σχετικά εύκολα.
Την επομένη το πρωί εμείς βρισκόμασταν στην προκυμαία, αλλά το πλοίο αρμένιζε ακόμα καταμεσής του Αιγαίου. Αναζητήσαμε ομοιοπαθείς μαραθωνοδρόμους και βρέθηκε κάποιος, που κάπου τηλεφώνησε - εποχή προ κινητών - και μας ενημέρωσε αλαφιασμένος πως πρέπει να μεταβούμε εσπευσμένα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου ο ΣΕΓΑΣ, με κίνδυνο ν’ αναβληθεί το πρωτάθλημα του μαραθωνίου, είχε ναυλώσει μικρό αεροπλάνο, ειδικά για την μεταφορά μας. Χωθήκαμε σ’ ένα ταξί και το προλάβαμε στο τσαφ.
Από την Καβάλα φύγαμε με 15 βαθμούς, στην Ρόδο μας υποδέχτηκαν 35. Το θερμο-ρυθμιστικό σύστημα χρειάζεται ορισμένες μέρες για να προσαρμοστεί στις αλλαγές, οπότε θα μετείχα στον αγώνα μ' ένα τουλάχιστον σύστημα απροσάρμοστο. Η ζέστη είναι το χειρότερό μου και στην Ρόδο αυτό αποδείχτηκε με τον οδυνηρότερο τρόπο.
Η εκκίνηση δόθηκε αρκετά αργά για αγώνα σε τροπικά κλίματα. Η ασφάλτινη, μπρος και πίσω, διαδρομή τραβούσε παραθαλάσσια, δίπλα σε πλανεύτρες ακτές και χρυσές αμμούδες. Έμοιαζε ειδυλλιακά, αλλά δεν ήταν για όσους έτρεχαν.
Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που μετείχα σε μαραθώνιο, νιώθοντας πως θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο. Τα μαυρισμένα αλλοδαπά κορμιά στην παραλία έθεταν σε πειρασμό την επιλογή μου να τρέχω σε μια καυτή άσφαλτο, τη στιγμή που μια ελάχιστη παράκαμψη θα μπορούσε να θέσει δροσερό τέλος στα μαρτύριά μου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα ήταν εύκολα κατανοήσιμο από τον σύλλογό μου, και, επιπλέον, υπήρχε η επιθυμία για μια καλύτερη επίδοση, που την θεωρούσα δεδομένη, αφού η προηγούμενη είχε καταγραφεί στην κλασική του ’97. Τώρα, κάποιοι μήνες περισσότερης προετοιμασίας, και μια ευθεία διαδρομή, θα με έβγαζαν τουλάχιστον δέκα λεπτά νωρίτερα, υπολόγιζα.
Με έβγαλαν κάπου μισή ώρα αργότερα.
Ό,τι συνέβη, μου συνέβη μια και μοναδική φορά. Ήταν μια εμπειρία που καταχωρήθηκε, και δεν μου ξανάτυχε ποτέ. Το πρόβλημα ανέκυψε κάπου στο 22ο χιλιόμετρο, με μορφή έντονης δίψας. Λογικό, αν τρέχεις τόση ώρα, με τόσους βαθμούς, σε τόση ένταση. Έτσι, σε κάποιο σταθμό άρπαξα με λαχτάρα ένα ποτήρι νερό…για να διαπιστώσω πως δεν μπορώ να το πιώ. Συνέχισα, χωρίς να δώσω εξήγηση στο φαινόμενο, άλλωστε το πάλευα ακόμα και δεν ήθελα να χάσω ούτε δευτερόλεπτο αναζητώντας εξηγήσεις. Υπήρχαν αρκετοί σταθμοί, θα έπινα στον επόμενο.
Αλλά, και στον επόμενο σταθμό, τα ίδια. Δεν ήταν θέμα στομαχιού, το νερό δεν μπορούσε καν να κατεβεί στο λαρύγγι μου. Μόλις το έφερνα στο στόμα αναγκαζόμουν να το φτύσω. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ.
Σε μια πληθώρα κινηματογραφικών σεναρίων, περιπλανώμενοι στην έρημο πρωταγωνιστές, μ’ αλατισμένα πρόσωπα και ξερά χείλια, ονειρεύονται μια όαση με μερικούς φοίνικες και τη χαρακτηριστική λίμνη στη μέση. Όταν την βρίσκουν, ορμούν αλαφιασμένοι στο νερό κι επιβιώνουν. Εναλλακτικά, διαπιστώνουν πως πρόκειται για παιχνίδι της φαντασίας, η ψυχολογία τους καταρρέει προς στιγμήν και η σωτηρία τους αναβάλλεται για μια επόμενη σκηνή. Αλλά δεν μου έτυχε ποτέ να δω ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές αρνούνται να πιούν το σωτήριο νερό που βρίσκεται στο διάβα τους.
Εγώ βρισκόμουν σε τόπο όπου και φοίνικες υπήρχαν και νερά άφθονα στο διάβα μου, ωστόσο πέθαινα από τη δίψα. Η προσπάθειά μου μέχρι τον επόμενο σταθμό ήταν μαρτυρική. Το να διψάς είναι φοβερό αίσθημα, αλλά το να διψάς και να μην μπορείς να πιεις είναι μυθολογική κατάρα. Ως ορθολογιστής δεν πιστεύω στις κατάρες, αλλά δεν κατάφερνα να βρω λογική εξήγηση γι’ αυτό που μου συνέβαινε. Επιπλέον, δεν χρειαζόμουν εξήγηση, χρειαζόμουν νερό. Από τον επόμενο σταθμό και μετά, στεκόμουν και προσπαθούσα να εξαναγκάσω τον εαυτό μου να κατεβάσει έστω και δυο γουλιές. Τα δευτερόλεπτα που περνούσαν δεν μ’ ένοιαζαν πια, γιατί είχαν γίνει τόσα που συνιστούσαν λεπτά, τα οποία με τη σειρά τους γίνονταν τέταρτα, και τελικά, δυο τέταρτα ενώθηκαν σ’ ένα μισάωρο τελικής αργοπορίας.
Στο χώρο του τερματισμού, μια σεζλόνγκ στη σκιά, ήταν το πλαίσιο όπου ο Νίκος με βοήθησε να τοποθετήσω το καταρρέον σώμα μου. (Ο ίδιος τα είχε καταφέρει αρκετά καλύτερα, αλλά αυτός ήταν από τους τύπους που μπορούν να τρέχουν τον Αύγουστο με πουλόβερ). Την προσπάθεια που κατέβαλα για να σηκωθώ κάποτε, την θυμάμαι περισσότερο κι απ’ την προσπάθεια ολόκληρου του αγώνα. Ίσως γιατί ο αγώνας έμοιαζε σαν έναν κακό όνειρο, κι από τα όνειρα λίγα κι αόριστα πράγματα θυμάσαι μετά.
Μέρες αργότερα, συζητώντας μ’ ένα γνωστό προπονητή την τρίτου τύπου επαφή μου με το ανεξήγητο φαινόμενο, πριν ακόμα τελειώσω, κατάλαβα από το ύφος του πως κατείχε το θέμα. Μου φάνηκε περίεργο. Κάθε μυστήριο έχει την εξήγησή του, αλλά εγώ δεν μπορούσα καν να την υποψιαστώ.
Με απόλυτη φυσικότητα μου εξήγησε πως αυτό που μου συνέβη ήταν μια αντίδραση του οργανισμού, με σκοπό την προστασία του. Ο οργανισμός μου, δηλαδή, με εμπόδιζε να πιω νερό, για να με αναγκάσει να διακόψω μια επικίνδυνη γι’ αυτόν προσπάθεια. Ήταν το πιο αδιανόητο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ, αλλά προερχόταν από άνθρωπο αποδεδειγμένου κύρους, οπότε δεν το αμφισβήτησα, ούτε το αμφισβητώ. Μου φαίνεται λογικό κι εξωφρενικό ταυτόχρονα. Ο οργανισμός μου προσπάθησε να μ’ εξοντώσει, έτσι ώστε να με εμποδίσει να τον εξοντώσω εγώ.
Ευτυχώς, σωθήκαμε αμφότεροι. Κόντεψε όμως να ολοκληρώσει το κακό η επόμενη δοκιμασία. Ο αγώνας είχε τελειώσει και κανείς δεν φαινόταν να σκοτίζεται ιδιαίτερα για την επιστροφή μας. Όταν καταλάβαμε πως υπάρχει φόβος ν’ απομονωθούμε στο νησί - ακόμα δεν μου έχει περάσει αυτός ο φόβος για τα νησιά - εγκαταλείψαμε το ξενοδοχείο, όπου μάταια περιμέναμε οδηγίες από τους υπεύθυνους, και τρέξαμε στο λιμάνι, για να μπούμε, όπως - όπως, σ’ όποιο πλεούμενο υπήρχε διαθέσιμο.
Επιτέλους. Είχα γλιτώσει και επέστρεφα.
Μια απλή βόλτα στο κατάστρωμα του καραβιού ήταν κάτι που απαιτούσε προσοχή κι επιδεξιότητα. Εφηβικά κορμιά κείτονταν από άκρη σ’ άκρη, σε κατάσταση χειρότερη απ’ αυτήν που είχα βρεθεί πρόσφατα ως μαραθωνοδρόμος. Ορισμένα παιδιά συνέρχονταν κάπως, άνοιγαν τα κόκκινα μάτια τους, επιχειρούσαν κάποια προσπάθεια ανασηκώματος του κορμιού ή μια ανολοκλήρωτη αλλαγή στάσης και μ’ ένα πληγωμένο βογκητό σωριάζονταν ξανά. Ήταν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα μιας ακόμα σχολικής εκδρομής.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι ανέπνεα τον θαλασσινό αέρα. Συνερχόμουν, σιγά-σιγά. Η Ρόδος και η ταλαιπωρία μου έμενε πίσω. Αλλά όσο κι αν έχεις ταλαιπωρηθεί σ’ ένα μαραθώνιο, όταν τελειώνει, χαίρεσαι που τον έκανες. Pain is temporary, laurels are forever, υποστηρίζει ένα αγαπημένο μου ρητό, αν και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσω δάφνες για το δεινοπάθημά μου.
Όταν η Ρόδος χάθηκε ξανακοίταξα τα σπαρμένα κορμιά στο κατάστρωμα. Ήλπισα πως, γρήγορα, πολλά απ’ αυτά τα παιδιά θα κατάφερναν να βρουν το δρόμο τους. Πως θα εκτιμούσαν το αγαθό της νεότητας, πριν το χάσουν. Πως δεν θα σπαταλούσαν τη ζωτικότητά τους στο ξενύχτι και στο αλκοόλ. Διατηρώ μια απορία όμως: Γιατί ο δικός τους οργανισμός δεν τα προστάτεψε; Αν ο δικός μου δεν μου επέτρεψε να δεχτώ ένα απλό νεράκι, αυτά, γιατί τα επέτρεψε να καταπιούν όλα τα κατακάθια των νυχτερινών παραμάγαζων;
Ίσως, γιατί, ακολουθώντας ένα υγιεινό τρόπο ζωής τα φυσικά συστήματα προστασίας παραμένουν ενεργά και διατηρούν την επιφυλακή τους, σκέφτομαι. Ακούγεται ηθικοπλαστικό, και δεν μ’ αρέσει να κάνω κηρύγματα, αλλά είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, πολύ θα ήθελα να μπορούσα να ξανατρέξω στη Ρόδο, στην ίδια διαδρομή, δίπλα στις ακτές και στ’ ακρογιάλια, για ν’ αντικαταστήσω με όμορφες τις οδυνηρές στιγμές του τότε. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται. Η Ρόδος ήταν το ποτάμι που διάβηκα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, και πέρασε μέσα από τα χέρια μου χωρίς να μπορέσω να πιω - στην κυριολεξία - ούτε μια στάλα, όπως θα έλεγε κι ο Σμυρνιός ποιητής.
                                                             

  -----
Με τον Νίκο Βούλγαρη.
Και για τον Νίκο: Ήταν ο πιο μεγάλος και πιο παλιός αθλητής αποστάσεων στην Καβάλα. Μέτρησε δεκαετίες στο τρέξιμο. Κοντά του ακολούθησα στροφές, προγράμματα, χρονομετρημένα σχέδια. Βρήκα τη μοναδική και πολύτιμη παρέα, που τόσο χρειαζόμουν στους αγώνες, εκείνη την μοναχική εποχή. Μοιραστήκαμε χιλιόμετρα, κουβέντες, χαρές κι απογοητεύσεις. Είχε την πείρα του παλιού, είχα τον ενθουσιασμό του καινούργιου, κι ανακαλύπταμε πολλές φορές το μέσο όρο. Του γνώρισα το βουνό, αλλά το βουνό δεν τον κράτησε. Το στάδιο δεν κρατά πια εμένα. Αλλά δεν ήταν αυτό που μας χώρισε. Εντελώς ξαφνικά, σταμάτησε να τρέχει. Κανείς μας, ποτέ, στην παρέα που είχε πια μεγαλώσει, δεν κατάλαβε το γιατί. Έχουμε διακόψει τις επαφές μας, αλλά τις λίγες φορές που συμπτωματικά βρισκόμαστε στη μικρή μας πόλη, το πρόσωπό του φέγγει από την λάμψη των αναμνήσεων που ξυπνούν. Πάντα με βεβαιώνει πως, όπου να’ ναι, θα ξαναεμφανιστεί. Μεταδίδω τη δηλωμένη επιθυμία του στους υπόλοιπους και για καιρό, πηγαίνοντας στο στάδιο, περίμενα να δω το αυτοκίνητό του απ’ έξω κι αυτόν να τρέχει στους διαδρόμους του. Δεν περιμένω πια, γιατί το ξέρω πως δεν θα ξανάρθει, για κάποιο λόγο που δεν μας εκμυστηρεύτηκε ποτέ.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 1.



    Έχω, μέχρι στιγμής, τρέξει 18 μαραθωνίους στη χώρα μου και 6 στο εξωτερικό. Σε ηλικιακό διάστημα από 39 έως 55 γεμάτα. Σε χρόνους κάτω από 3,5 ώρες, έως πάνω από 4.30. Με ποικιλία συναισθηματικών διαθέσεων και καιρικών συνθηκών. Με ήλιο και ζέστη, με κρύο και βροχή. Κάποιους με το βάρος του άγχους που με ξαγρυπνούσε τη νύχτα, κι άλλους με τη λαχτάρα του ξημερώματος που θα μ’ έβρισκε σε μια όμορφη γιορτή. Κυνηγώντας κάποια επίδοση ή, απλά, συνοδεύοντας ένα φίλο. Με την αγωνία του τερματισμού, ή την περιηγητική ματιά ενός ταξιδιώτη.
Τη δεκαετία του 90 συναντήθηκα με 4 μαραθώνιους στην Ελλάδα: Τον μαραθώνιο της κλασικής διαδρομής της Αθήνας.  Τον μαραθώνιο της Πάτρας, που για διάφορους λόγους δεν υφίσταται πλέον. Της Ρόδου, που επίσης δεν υφίσταται πλέον. Και της Μακεδονίας, στη Θέρμη, που μέτρησε 2 διοργανώσεις όλο κι όλο, το 1996 και 1997, πριν διακόψει οριστικά κι αμετάκλητα. Αν ισχύει πως ήταν ανεπίσημος, χωρίς διαπιστευμένη δηλαδή μέτρηση από τον ΣΕΓΑΣ, οι επίσημοι μαραθώνιοι στη χώρα ήταν 3.
Και σήμερα τόσοι είναι: Ο Κλασικός Μαραθώνιος της Αθήνας, ο μόνος, μέχρι στιγμής, που φέρει επάξια τον τίτλο του διεθνούς, υπήρξε και παραμένει η πρώτη επιλογή των ελλήνων μαραθωνοδρόμων. Ο Μαραθώνιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αφετηρία την Πέλλα και τερματισμό μπροστά στο άγαλμα του ήρωα, είναι ο πιο προσιτός για τους Βορειοελλαδίτες. Αναφέρεται επίσης ως διεθνής, αλλά αυτός ο τίτλος δεν δικαιώνεται από την αντίστοιχη παρουσία αλλοδαπών δρομέων, παρά μόνο των ολίγων εκείνων που διεκδικούν την πρωτιά και το χρηματικό έπαθλο που τη συνοδεύει, και που αποτελεί το κίνητρό τους. Ο μαραθώνιος της Καλαμάτας γειτνιάζει χρονικά με τον προηγούμενο, το 2012 μάλιστα προγραμματίστηκε την ίδια ακριβώς μέρα, για λόγους ακατανόητους στους πολλούς φίλους του αθλήματος.
Το επαρχιακό κλίμα που επικρατεί στους δυο αυτούς μαραθωνίους, όπως και σ’ εκείνον τον μακαρίτη της Πάτρας, δεν οφείλεται στις ελλείψεις ή στις παραλείψεις των διοργανωτών τους, ούτε στο αδιάφορο τοπίο της διαδρομής. Οφείλεται στην αδιαφορία του τοπικού κόσμου. Δεν μ’ αρέσει ο δρομέας που τρέχει για το χειροκρότημα, αλλά σ’ όλους μας αρέσει το χειροκρότημα. Επίσης, κανείς δεν οφείλει να συμμερίζεται τα συναισθήματά σου, αλλά σε λυπεί η διαπίστωση πως κάτι τόσο σημαντικό στέκει απόμακρο στη νοοτροπία μας.
Λαμβάνοντας μέρος σε μαραθώνιους του εξωτερικού, σκεφτόμουν συχνά πως αυτό που γεννήθηκε στον τόπο μας, ενηλικιώθηκε σ' άλλα μέρη, εκεί, όπου μεταλαμπαδεύτηκε η ουσία του ελληνικού πολιτισμού. Μακάρι να επιστρέψει πάλι, ώριμο και δυνατό, όπως παιδί που στείλαμε στα ξένα, αλλά δεν ξέχασε την καταγωγή του. Θα τα καταφέρει, αρκεί να το θελήσουμε κι εμείς. Δεν μας το άρπαξε κανένας λόρδος, ούτε απαιτούνται διπλωματικές πρωτοβουλίες και διεθνείς καμπάνιες για την ανάκτηση του. Κτήμα μας είναι μόνο όσα αγαπάμε. Αν δεν τα αγαπάμε πραγματικά, αν τα θέλουμε μόνο για να αποκαταστήσουμε το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς ή επειδή μας λείπουν υποστυλώματα από τον Παρθενώνα της πληγωμένης εθνικής μας υπερηφάνειας, τότε ο τόπος καταγωγής ή εξορίας τους δεν έχει καμιά σημασία.




2ος Μαραθώνιος Μακεδονίας, 1997.


   Η κοφτή χειρονομία του τροχονόμου σταματά την κυκλοφορία, ώστε να περάσεις με ασφάλεια. Με το άλλο χέρι υποδεικνύει την πορεία: Δεξιά. Δεν έφτασες ακόμα στο τέρμα, λάθος νόμιζες. Έχει κι άλλο. Με κομμένη ανάσα καταφέρνεις να τον ρωτήσεις πόσο απέμεινε. Είναι ενθαρρυντικός, μόνο τετρακόσια μέτρα. Τα πόδια σου κόβονται. Πως θα τα καταφέρεις, άλλα τετρακόσια μέτρα; Ναι, πρόκειται για μαραθώνιο.
Στην περίπτωσή μου, αυτόν της Μακεδονίας. Τον 2ο και τελευταίο. Με το χρονόμετρο στο χέρι, την αγρύπνια από το άγχος της προηγούμενης, αλλά και αποφασιστικότητα νεανική, έτσι θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνο το φθινόπωρο του '97. Την πρώτη από τις τρεις, όλες κι όλες, φορές που κατάφερα επίδοση κάτω από 3.30 ώρες σε μαραθώνιο. 
Προσπαθώντας να πετύχω επιδόσεις που κανείς στον κόσμο δεν θα θεωρούσε σπουδαίες, αν και αρκετοί θα τις ήθελαν, οι μαραθώνιοι, τότε, είχαν για μένα μια άλλη διάσταση. Τον 2ο της Μακεδονίας τον ξεκίνησα ορμητικά, καταπίνοντας τα αρχικά του χιλιόμετρα, και αισιόδοξα, καθώς διαπίστωνα πόσο κοντινή έμοιαζε η απόσταση που χώριζε τους χιλιομετρικούς δείκτες. Πόσο σύντομα έφτασα από το 11ο στο 12ο χιλιόμετρο - ήμουν καλά προπονημένος, διάολε. Μετά στο 13ο, μετά στο 14ο. Τον στόχο μου τον είχα σίγουρο, σκεφτόμουν, καθώς δεν γνώριζα αυτό που γνωρίζω σήμερα. Πως τα 30 χιλιόμετρα είναι το μισό ενός μαραθωνίου.
Το σώμα μου όμως το μάθαινε, εμπειρικά. Συγχώρεσα μεγαλόκαρδα τους διοργανωτές που ξέχασαν να βάλουν σημάδι στο 33ο χιλιόμετρο, ας είναι, είχαν φιλότιμα προνοήσει για το καθένα απ’ τα προηγούμενα. Ίσως και να έβαλαν, σκέφτηκα, αλλά το παρέσυρε ο αέρας. Ή το παρέβλεψα, ως αποτέλεσμα της κούρασης που είχε εμφανώς αρχίσει να με καταβάλει. Αλλά όχι, νάτο, το 33ο φάνηκε. Δεν το είχαν ξεχάσει, λοιπόν. Περίεργο, όμως, γιατί άργησε τόσο;
Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ πολύ, δεν ήθελα μάλλον να δεχτώ ένα τόσο δύσκολο χιλιόμετρο, καθώς με προβλημάτιζε πλέον η απουσία του δείκτη στο 34ο. Αλλά όχι, μετά από - αλήθεια πόσο; - εμφανίστηκε κι αυτό. Τι στο καλό συνέβαινε εδώ; Το 35ο έπρεπε να το φτάνω ήδη, αλλά δεν φαινόταν ούτε στο βάθος του ορίζοντα. Δεν μπορεί, αυτό θα το ξέχασαν, σίγουρα. Άρα το έχω προσπεράσει, κι αυτό που αχνοφαίνεται εκεί μακριά είναι το 36ο.
Όχι, το 35ο είναι.
Θυμάμαι την απελπισία να με καταβάλει. Είχαν απομείνει πια μόνο 5 χιλιόμετρα, που όμως κάτι σχετικό με την σχετικότητα τα επιμήκυνε. Φοβήθηκα πως ο δρόμος δεν θα τελείωνε ποτέ. Πως είχα βρεθεί σ’ ένα διαστελλόμενο σύμπαν, πως κάποια φυσική ή μεταφυσική δραστηριότητα διέστελλε αέναα το χωροχρόνο, πως κάθε χιλιομετρική ταμπέλα απομακρυνόταν διαρκώς από την προηγούμενη, όπως οι γαλαξίες μεταξύ τους, και πως μάταια πάσχιζα να φτάσω στον προορισμό μου. Ο πιο συνηθισμένος εφιάλτης, όπου τα πόδια πασχίζουν να κινηθούν, χωρίς όμως να καταφέρνουν να σε μετακινήσουν από το σημείο όπου βρίσκεσαι, είχε ζωντανέψει.
Αισθάνομαι τυχερός που σήμερα διαθέτω τα εφόδια να ερμηνεύσω τα παράξενα των καιρών εκείνων. Τότε αισθάνθηκα τυχερός που τέλειωσα τον αγώνα και μάλιστα, παρόλα τα εφιαλτικά αδιέξοδα, κάτω από τις 3,5 ώρες του δηλωμένου στόχου, έστω και κατά λίγο. Λέω δηλωμένου, γιατί συνήθως έχουμε κρυμμένο κι έναν άλλο, ομολογημένο μόνο στον εαυτό μας, που τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται υπέρμετρα αισιόδοξος.

    Αυτό που μου είχε συμβεί στον μαραθώνιο της Μακεδονίας δεν ήταν ο λεγόμενος ‘τοίχος’. Δεν ήταν το κατέβασμα του γενικού διακόπτη, που σ’ αφήνει απροειδοποίητα στο σκοτάδι. Ήταν μια βαθμιαία εξάντληση, ένα διαρκές ξόδεμα των δυνάμεων. Τον ‘τοίχο’ θα τον συναντούσα έντεκα χρόνια αργότερα, και μάλιστα στον πρώτο μου μαραθώνιο του εξωτερικού, στη Ζυρίχη.
Αλλά, μέχρι τότε, είχα ακόμα έναν πολύ μακρύ και συναρπαστικό δρόμο να τραβήξω. Έναν δρόμο στον οποίο οι μαραθώνιοι ήταν σταθμοί, αφού κατάφερναν να έχουν μια αίγλη διαφορετική, ακόμα κι από τους μεγαλύτερους αγώνες που δοκίμασα κάποτε. Αυτό που έζησα στην Θέρμη, θα το συναντούσα τακτικά, αλλά θα μου ήταν πια γνωστό. Μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια κατάφερα να φτάσω σε μια κατάσταση, όπου ο μαραθώνιος με οδηγεί στον παράδεισο, χωρίς πρώτα να με περνά από τη δοκιμασία της κόλασης. Αλλά τότε, είπαμε, ήμουν ακόμα στην αρχή αυτής της ατέλειωτης διαδρομής.



Μαραθώνιος Πάτρας, 1997 – 1999.

   Η πόλη της Πάτρας φιλοξενούσε μαραθώνιο για κάποια πρωτοπόρα χρόνια, διέκοψε, όμως, για διάφορους λόγους. Κάτι ακούστηκε για εσωτερικές διενέξεις. Κάτι για τη διαδρομή που διασταυρωνόταν με τις σιδηροδρομικές γραμμές, κι αυτό παραβίαζε επίσημους κανονισμούς. Πράγματι, οι μαραθωνοδρόμοι που δεν κατάφερναν να περάσουν έγκαιρα, έπρεπε να περιμένουν τη διέλευση του τρένου για να συνεχίσουν. Δεν ξέρω, όμως, αν ήταν αυτοί πράγματι ο λόγοι. Νομίζω πως η σημαντικότερη αιτία οφείλεται στο ότι κανείς σχεδόν, εκτός από τους αθλητές, δεν εκτίμησε αυτό που γινόταν στην Πάτρα, ούτε φυσικά η πόλη. Υποθέτω ότι μια συνηθισμένη Κυριακή η πλατεία της θα γέμιζε περισσότερο κόσμο, αλλά την συγκεκριμένη επέλεγαν να βρίσκονται κάπου αλλού, ώστε να μην τους ενοχλεί το γεγονός. Αν ο κόσμος αγκάλιαζε τον αγώνα της πόλης του, θαρρώ πως θα βρισκόταν μια λύση, ακόμα και για το τραίνο.
Από την Πάτρα με χώριζε απόσταση, δύσκολη για τους δρόμους εκείνων των καιρών. Την πρώτη φορά την έκανα με άνεση χρόνου, αλλά και μοναξιά ανυπόφορη. Την δεύτερη κατεβήκαμε με το αμάξι ενός φίλου. Η δουλειά του τον στένευε κι έτσι ξεκινήσαμε από Καβάλα, Σάββατο απόγευμα, με τη γυναίκα του για οδηγό. Το βράδυ, στον Μπράλο, μας έπιασε ομίχλη και λάστιχο. Τα χαράματα, στον ισθμό Ρίου - Αντίρριου, άρχισε η καταιγίδα. Το αυτοκίνητό μας ήταν το τελευταίο που πρόλαβε το φέρυ, πριν διακοπούν τα δρομολόγια.
Όταν φτάσαμε στην Πάτρα το λεωφορείο που μετέφερε τους αθλητές ξεκινούσε για την αφετηρία. Η οδηγός μας το ακολούθησε. Η καταιγίδα μαινόταν, δεν τολμούσαμε να βγούμε. Ο φίλος μου, νεόφερτος στο τρέξιμο, θεώρησε δεδομένο πως ο αγώνας δεν θα γίνει, αλλά εγώ ήξερα πως θα γίνει, γιατί ήξερα τους δρομείς.
Λίγο πριν την εκκίνηση φόρεσα το αδιάβροχό μου και πλησίασα την ολιγομελή συγκέντρωση στην αφετηρία. Οι διοργανωτές, εν μέσω ακατάπαυστης θεομηνίας, ανέθεσαν στους υποψήφιους συμμετέχοντες να πάρουν την ευθύνη, αν επιθυμούν ή όχι να διεξαχθεί ο αγώνας. Ψηφίσαμε. Ελάχιστοι αποχώρησαν. Επέστρεψα στο αυτοκίνητο κι είπα στο φίλο μου να ετοιμάζεται. Δεν το πίστευε. Κοίταζε αρκετή ώρα μέσα από τα παράθυρα, μέχρι να πειστεί ότι δεν αστειεύομαι. Δεν ήξερε, ακόμα, τους δρομείς.
Τρέχαμε σε λίμνες, τα παπούτσια μου είχαν βαρύνει. Από τη μέση και μετά βγήκε ο ήλιος. Τερματίσαμε στεγνοί. Αμέσως μετά τον τερματισμό, ξαναμπήκαμε στο αμάξι, και ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Η οδηγός μας έκανε το διπλό δρομολόγιο, 20 και πλέον ώρες οδήγησης, χωρίς στιγμή ύπνου. Της χρωστάμε τον αγώνα. Νοιώθαμε υπερήφανοι ως μαραθωνοδρόμοι, αλλά αυτό που κατάφερε αυτή μου φαινόταν δυσκολότερο.
Πάτρα, 1998.
Από τον μαραθώνιο της Πάτρας δεν καταφέρνω να βρω ούτε τα μετάλλιά μου. Ό,τι υπάρχει από τις τρεις φορές που συμμετείχα σ' αυτόν είναι καταγεγραμμένο στη μνήμη μου, και σε τέσσερις θολές φωτογραφίες του ’98. Δυο που με εμφανίζουν στα τελευταία μέτρα του τερματισμού και δυο μετά. Δεν ξέρω καν αν η Πάτρα κράτησε κάτι από ένα γεγονός που τιμά την ιστορία της. Ελπίζοντας πως ναι, πληκτρολόγησα τις λέξεις, μαραθώνιος Πάτρας, στις μηχανές αναζήτησης, για να βρω πως ξεκινά ένας μαραθώνιος στο Δημοτικό Συμβούλιο της Πάτρας, με κύριο θέμα την εκλογή του προέδρου του σώματος. Λίγο πριν βγω απ' την αναζήτηση το μάτι μου έπεσε στο γενικό αρχείο ενός φωτογράφου, από τα Ιωάννινα. Πάτησα το πλήκτρο και στην οθόνη εμφανίστηκαν δυο δυσδιάκριτα άλμπουμ, από τις διοργανώσεις του ’96 και ’97. Η ποιότητα τους φανέρωνε το χρόνο που πέρασε, γι’ αυτό και ταίριαζε με τις ξέθωρες εικόνες που απέμεναν στη μνήμη μου.
Σκέφτηκα να έρθω σ’ επαφή με τον φωτογράφο, όπως προτρέπει η ιστοσελίδα του, καθώς με διέκρινα σε μια από τις φωτογραφίες της συλλογής του '97. Δεν ξέρω, όμως, αν θα το κάνω. Ίσως είναι καλύτερα να μην ανασκαλεύεις όσα τόσο γαλήνια έχουν βρει τη θέση τους, στα βάθη της συνείδησής σου.