Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Μαραθώνιοι στην Ελλάδα. 2.



 Ο Μαραθώνιος της Ρόδου. 1998.


   Τον Απρίλιο του 1998 η Ρόδος φιλοξενούσε το πανελλήνιο πρωτάθλημα του μαραθωνίου δρόμου. Μαθητευόμενος, κοντά στον Νίκο, τότε, αποφασίσαμε να εκπροσωπήσουμε τον τοπικό μας σύλλογο. Αν ξέραμε ότι μας περιμένει ένας κολοσσός προσπαθειών, θα το ξανασκεφτόμασταν.
Ο πρώτος μας άθλος ήταν να καταφέρουμε να φτάσουμε στο νησί - προορισμό, όχι μόνο των αλλοδαπών που λαχταρούν τον ήλιο του, αλλά και των σχολικών εκδρομών που επιζητούν τη νύχτα του. Ατυχώς για μας, η αθλητική εκδήλωση συνέπιπτε ημερολογιακά με τις εκπαιδευτικές εκστρατείες. Τα μαθητικά στίφη και η συγκοινωνιακή ανοργανωσιά έκαναν τα δρομολόγια και τη ζωή μας δύσκολη.
Τη βραδινή ώρα της προβλεπόμενης αναχώρησης του πλοίου μας από τον Πειραιά, αυτό δεν είχε καν έρθει. Ξεροσταλιάζαμε στην προκυμαία, καρτερώντας να δούμε τα φώτα του να μπαίνουν στο λιμάνι, έχοντας πίσω μας και την ταλαιπωρία 9 ωρών λεωφορειακού ταξιδιού μέχρι την Αθήνα. Κάποτε ενημερωθήκαμε πως δεν πρόκειται να εμφανιστεί πριν την επομένη το πρωί, κι αναζητήσαμε φιλοξενία σε συγγενικό σπίτι. Καθοδόν προς αυτό, άγριες μεταμεσονύκτιες ώρες, πέσαμε σε αστυνομικό έλεγχο. Το μόνο που μας έλειπε. Ευτυχώς, ο Νίκος, ήταν τότε υποδιοικητής του τμήματος ασφάλειας της Καβάλας και ξεμπερδέψαμε σχετικά εύκολα.
Την επομένη το πρωί εμείς βρισκόμασταν στην προκυμαία, αλλά το πλοίο αρμένιζε ακόμα καταμεσής του Αιγαίου. Αναζητήσαμε ομοιοπαθείς μαραθωνοδρόμους και βρέθηκε κάποιος, που κάπου τηλεφώνησε - εποχή προ κινητών - και μας ενημέρωσε αλαφιασμένος πως πρέπει να μεταβούμε εσπευσμένα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου ο ΣΕΓΑΣ, με κίνδυνο ν’ αναβληθεί το πρωτάθλημα του μαραθωνίου, είχε ναυλώσει μικρό αεροπλάνο, ειδικά για την μεταφορά μας. Χωθήκαμε σ’ ένα ταξί και το προλάβαμε στο τσαφ.
Από την Καβάλα φύγαμε με 15 βαθμούς, στην Ρόδο μας υποδέχτηκαν 35. Το θερμο-ρυθμιστικό σύστημα χρειάζεται ορισμένες μέρες για να προσαρμοστεί στις αλλαγές, οπότε θα μετείχα στον αγώνα μ' ένα τουλάχιστον σύστημα απροσάρμοστο. Η ζέστη είναι το χειρότερό μου και στην Ρόδο αυτό αποδείχτηκε με τον οδυνηρότερο τρόπο.
Η εκκίνηση δόθηκε αρκετά αργά για αγώνα σε τροπικά κλίματα. Η ασφάλτινη, μπρος και πίσω, διαδρομή τραβούσε παραθαλάσσια, δίπλα σε πλανεύτρες ακτές και χρυσές αμμούδες. Έμοιαζε ειδυλλιακά, αλλά δεν ήταν για όσους έτρεχαν.
Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που μετείχα σε μαραθώνιο, νιώθοντας πως θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο. Τα μαυρισμένα αλλοδαπά κορμιά στην παραλία έθεταν σε πειρασμό την επιλογή μου να τρέχω σε μια καυτή άσφαλτο, τη στιγμή που μια ελάχιστη παράκαμψη θα μπορούσε να θέσει δροσερό τέλος στα μαρτύριά μου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα ήταν εύκολα κατανοήσιμο από τον σύλλογό μου, και, επιπλέον, υπήρχε η επιθυμία για μια καλύτερη επίδοση, που την θεωρούσα δεδομένη, αφού η προηγούμενη είχε καταγραφεί στην κλασική του ’97. Τώρα, κάποιοι μήνες περισσότερης προετοιμασίας, και μια ευθεία διαδρομή, θα με έβγαζαν τουλάχιστον δέκα λεπτά νωρίτερα, υπολόγιζα.
Με έβγαλαν κάπου μισή ώρα αργότερα.
Ό,τι συνέβη, μου συνέβη μια και μοναδική φορά. Ήταν μια εμπειρία που καταχωρήθηκε, και δεν μου ξανάτυχε ποτέ. Το πρόβλημα ανέκυψε κάπου στο 22ο χιλιόμετρο, με μορφή έντονης δίψας. Λογικό, αν τρέχεις τόση ώρα, με τόσους βαθμούς, σε τόση ένταση. Έτσι, σε κάποιο σταθμό άρπαξα με λαχτάρα ένα ποτήρι νερό…για να διαπιστώσω πως δεν μπορώ να το πιώ. Συνέχισα, χωρίς να δώσω εξήγηση στο φαινόμενο, άλλωστε το πάλευα ακόμα και δεν ήθελα να χάσω ούτε δευτερόλεπτο αναζητώντας εξηγήσεις. Υπήρχαν αρκετοί σταθμοί, θα έπινα στον επόμενο.
Αλλά, και στον επόμενο σταθμό, τα ίδια. Δεν ήταν θέμα στομαχιού, το νερό δεν μπορούσε καν να κατεβεί στο λαρύγγι μου. Μόλις το έφερνα στο στόμα αναγκαζόμουν να το φτύσω. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ.
Σε μια πληθώρα κινηματογραφικών σεναρίων, περιπλανώμενοι στην έρημο πρωταγωνιστές, μ’ αλατισμένα πρόσωπα και ξερά χείλια, ονειρεύονται μια όαση με μερικούς φοίνικες και τη χαρακτηριστική λίμνη στη μέση. Όταν την βρίσκουν, ορμούν αλαφιασμένοι στο νερό κι επιβιώνουν. Εναλλακτικά, διαπιστώνουν πως πρόκειται για παιχνίδι της φαντασίας, η ψυχολογία τους καταρρέει προς στιγμήν και η σωτηρία τους αναβάλλεται για μια επόμενη σκηνή. Αλλά δεν μου έτυχε ποτέ να δω ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές αρνούνται να πιούν το σωτήριο νερό που βρίσκεται στο διάβα τους.
Εγώ βρισκόμουν σε τόπο όπου και φοίνικες υπήρχαν και νερά άφθονα στο διάβα μου, ωστόσο πέθαινα από τη δίψα. Η προσπάθειά μου μέχρι τον επόμενο σταθμό ήταν μαρτυρική. Το να διψάς είναι φοβερό αίσθημα, αλλά το να διψάς και να μην μπορείς να πιεις είναι μυθολογική κατάρα. Ως ορθολογιστής δεν πιστεύω στις κατάρες, αλλά δεν κατάφερνα να βρω λογική εξήγηση γι’ αυτό που μου συνέβαινε. Επιπλέον, δεν χρειαζόμουν εξήγηση, χρειαζόμουν νερό. Από τον επόμενο σταθμό και μετά, στεκόμουν και προσπαθούσα να εξαναγκάσω τον εαυτό μου να κατεβάσει έστω και δυο γουλιές. Τα δευτερόλεπτα που περνούσαν δεν μ’ ένοιαζαν πια, γιατί είχαν γίνει τόσα που συνιστούσαν λεπτά, τα οποία με τη σειρά τους γίνονταν τέταρτα, και τελικά, δυο τέταρτα ενώθηκαν σ’ ένα μισάωρο τελικής αργοπορίας.
Στο χώρο του τερματισμού, μια σεζλόνγκ στη σκιά, ήταν το πλαίσιο όπου ο Νίκος με βοήθησε να τοποθετήσω το καταρρέον σώμα μου. (Ο ίδιος τα είχε καταφέρει αρκετά καλύτερα, αλλά αυτός ήταν από τους τύπους που μπορούν να τρέχουν τον Αύγουστο με πουλόβερ). Την προσπάθεια που κατέβαλα για να σηκωθώ κάποτε, την θυμάμαι περισσότερο κι απ’ την προσπάθεια ολόκληρου του αγώνα. Ίσως γιατί ο αγώνας έμοιαζε σαν έναν κακό όνειρο, κι από τα όνειρα λίγα κι αόριστα πράγματα θυμάσαι μετά.
Μέρες αργότερα, συζητώντας μ’ ένα γνωστό προπονητή την τρίτου τύπου επαφή μου με το ανεξήγητο φαινόμενο, πριν ακόμα τελειώσω, κατάλαβα από το ύφος του πως κατείχε το θέμα. Μου φάνηκε περίεργο. Κάθε μυστήριο έχει την εξήγησή του, αλλά εγώ δεν μπορούσα καν να την υποψιαστώ.
Με απόλυτη φυσικότητα μου εξήγησε πως αυτό που μου συνέβη ήταν μια αντίδραση του οργανισμού, με σκοπό την προστασία του. Ο οργανισμός μου, δηλαδή, με εμπόδιζε να πιω νερό, για να με αναγκάσει να διακόψω μια επικίνδυνη γι’ αυτόν προσπάθεια. Ήταν το πιο αδιανόητο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ, αλλά προερχόταν από άνθρωπο αποδεδειγμένου κύρους, οπότε δεν το αμφισβήτησα, ούτε το αμφισβητώ. Μου φαίνεται λογικό κι εξωφρενικό ταυτόχρονα. Ο οργανισμός μου προσπάθησε να μ’ εξοντώσει, έτσι ώστε να με εμποδίσει να τον εξοντώσω εγώ.
Ευτυχώς, σωθήκαμε αμφότεροι. Κόντεψε όμως να ολοκληρώσει το κακό η επόμενη δοκιμασία. Ο αγώνας είχε τελειώσει και κανείς δεν φαινόταν να σκοτίζεται ιδιαίτερα για την επιστροφή μας. Όταν καταλάβαμε πως υπάρχει φόβος ν’ απομονωθούμε στο νησί - ακόμα δεν μου έχει περάσει αυτός ο φόβος για τα νησιά - εγκαταλείψαμε το ξενοδοχείο, όπου μάταια περιμέναμε οδηγίες από τους υπεύθυνους, και τρέξαμε στο λιμάνι, για να μπούμε, όπως - όπως, σ’ όποιο πλεούμενο υπήρχε διαθέσιμο.
Επιτέλους. Είχα γλιτώσει και επέστρεφα.
Μια απλή βόλτα στο κατάστρωμα του καραβιού ήταν κάτι που απαιτούσε προσοχή κι επιδεξιότητα. Εφηβικά κορμιά κείτονταν από άκρη σ’ άκρη, σε κατάσταση χειρότερη απ’ αυτήν που είχα βρεθεί πρόσφατα ως μαραθωνοδρόμος. Ορισμένα παιδιά συνέρχονταν κάπως, άνοιγαν τα κόκκινα μάτια τους, επιχειρούσαν κάποια προσπάθεια ανασηκώματος του κορμιού ή μια ανολοκλήρωτη αλλαγή στάσης και μ’ ένα πληγωμένο βογκητό σωριάζονταν ξανά. Ήταν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα μιας ακόμα σχολικής εκδρομής.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι ανέπνεα τον θαλασσινό αέρα. Συνερχόμουν, σιγά-σιγά. Η Ρόδος και η ταλαιπωρία μου έμενε πίσω. Αλλά όσο κι αν έχεις ταλαιπωρηθεί σ’ ένα μαραθώνιο, όταν τελειώνει, χαίρεσαι που τον έκανες. Pain is temporary, laurels are forever, υποστηρίζει ένα αγαπημένο μου ρητό, αν και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσω δάφνες για το δεινοπάθημά μου.
Όταν η Ρόδος χάθηκε ξανακοίταξα τα σπαρμένα κορμιά στο κατάστρωμα. Ήλπισα πως, γρήγορα, πολλά απ’ αυτά τα παιδιά θα κατάφερναν να βρουν το δρόμο τους. Πως θα εκτιμούσαν το αγαθό της νεότητας, πριν το χάσουν. Πως δεν θα σπαταλούσαν τη ζωτικότητά τους στο ξενύχτι και στο αλκοόλ. Διατηρώ μια απορία όμως: Γιατί ο δικός τους οργανισμός δεν τα προστάτεψε; Αν ο δικός μου δεν μου επέτρεψε να δεχτώ ένα απλό νεράκι, αυτά, γιατί τα επέτρεψε να καταπιούν όλα τα κατακάθια των νυχτερινών παραμάγαζων;
Ίσως, γιατί, ακολουθώντας ένα υγιεινό τρόπο ζωής τα φυσικά συστήματα προστασίας παραμένουν ενεργά και διατηρούν την επιφυλακή τους, σκέφτομαι. Ακούγεται ηθικοπλαστικό, και δεν μ’ αρέσει να κάνω κηρύγματα, αλλά είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, πολύ θα ήθελα να μπορούσα να ξανατρέξω στη Ρόδο, στην ίδια διαδρομή, δίπλα στις ακτές και στ’ ακρογιάλια, για ν’ αντικαταστήσω με όμορφες τις οδυνηρές στιγμές του τότε. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται. Η Ρόδος ήταν το ποτάμι που διάβηκα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, και πέρασε μέσα από τα χέρια μου χωρίς να μπορέσω να πιω - στην κυριολεξία - ούτε μια στάλα, όπως θα έλεγε κι ο Σμυρνιός ποιητής.
                                                             

  -----
Με τον Νίκο Βούλγαρη.
Και για τον Νίκο: Ήταν ο πιο μεγάλος και πιο παλιός αθλητής αποστάσεων στην Καβάλα. Μέτρησε δεκαετίες στο τρέξιμο. Κοντά του ακολούθησα στροφές, προγράμματα, χρονομετρημένα σχέδια. Βρήκα τη μοναδική και πολύτιμη παρέα, που τόσο χρειαζόμουν στους αγώνες, εκείνη την μοναχική εποχή. Μοιραστήκαμε χιλιόμετρα, κουβέντες, χαρές κι απογοητεύσεις. Είχε την πείρα του παλιού, είχα τον ενθουσιασμό του καινούργιου, κι ανακαλύπταμε πολλές φορές το μέσο όρο. Του γνώρισα το βουνό, αλλά το βουνό δεν τον κράτησε. Το στάδιο δεν κρατά πια εμένα. Αλλά δεν ήταν αυτό που μας χώρισε. Εντελώς ξαφνικά, σταμάτησε να τρέχει. Κανείς μας, ποτέ, στην παρέα που είχε πια μεγαλώσει, δεν κατάλαβε το γιατί. Έχουμε διακόψει τις επαφές μας, αλλά τις λίγες φορές που συμπτωματικά βρισκόμαστε στη μικρή μας πόλη, το πρόσωπό του φέγγει από την λάμψη των αναμνήσεων που ξυπνούν. Πάντα με βεβαιώνει πως, όπου να’ ναι, θα ξαναεμφανιστεί. Μεταδίδω τη δηλωμένη επιθυμία του στους υπόλοιπους και για καιρό, πηγαίνοντας στο στάδιο, περίμενα να δω το αυτοκίνητό του απ’ έξω κι αυτόν να τρέχει στους διαδρόμους του. Δεν περιμένω πια, γιατί το ξέρω πως δεν θα ξανάρθει, για κάποιο λόγο που δεν μας εκμυστηρεύτηκε ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου