Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Οι ορεινοί αγώνες. 4.



Φαέθων, 2013.



Σε απλή και συμπυκνωμένη μορφή, ο μύθος του Φαέθοντα, πάει κάπως έτσι: Ο Φαέθων ανακαλύπτει τον πατέρα του, τον Ήλιο. Ο Ήλιος θέλει να προσφέρει κάτι στο χαμένο του γιο, όποια επιθυμία έχει θα του την ικανοποιήσει. Ο Φαέθων ζητά να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του. Ο Ήλιος γνωρίζει τους κινδύνους, προσπαθεί να τον αποτρέψει. Ζήτα οτιδήποτε άλλο θέλεις, λέει. Όχι, αυτό θέλω. Ο πατέρας αντιστέκεται, ο γιος επιμένει. Κι επιμένει. Ο πατέρας υποχωρεί. Ο Φαέθων αναλαμβάνει κάτι που σύντομα αποδεικνύεται πέρα από τις δυνάμεις του. Τα άλογα δεν κουμαντάρονται πια. Το άρμα κατεβαίνει πολύ χαμηλά στη γη, την καίει στην περιοχή της Αφρικής, εξ ου και η έρημος. Ο Δίας, για να αποτρέψει τα χειρότερα, στέλνει κεραυνό, σκοτώνει και γκρεμίζει τον Φαέθοντα από το άρμα.
Αυτά στο τότε. Στο τώρα, ο Βαγγέλης, αγνοεί τις προτροπές μου να φύγει μπροστά. Έχει δυνάμεις για να βγάλει τον αγώνα σε 8 ώρες, αλλά χρονοτριβεί μαζί μου. Είναι ο πρώτος του, τόσο μεγάλος. Προτιμά την παρέα και την κουβέντα. Αφού το θέλει έτσι, τον βάζω να μου διηγηθεί την ιστορία του Φαέθοντα. Θέλω να δω αν συγκράτησε κάτι απ’ όσα η κοινή μας φίλη μας έμαθε. Τα λέει όλα στην εντέλεια. Όταν τελειώνει τον ρωτώ τι σημαίνει γι’ αυτόν αυτή η ιστορία. Την ερμηνεία του μύθου δεν του την είπε κανείς, πρέπει να ψάξει μέσα του για να τη βρει.
Η ερμηνεία του μύθου, μου λέει, είναι πως δεν πρέπει να υπερτιμάς τις δυνατότητές σου. Να μην σέρνεσαι από τις επιθυμίες σου. Να συνυπολογίζεις την απειρία σου. Να δέχεσαι τη γνώμη αυτών που ξέρουν καλύτερα. Πολύ σωστή ερμηνεία, για την ηλικία του. Είναι 26 χρονών. Μόνο που οι μύθοι, όπως και η αρχαία τραγωδία, όπως και η καλή λογοτεχνία, επιδέχονται παραπάνω από μια ερμηνεία. Για έναν 26χρονο είναι αυτή. Για κάποιον τριάντα χρόνια μεγαλύτερο η ματιά στο μύθο είναι διαφορετική.
Με εντυπωσιάζει το πόσο εύστοχα η ελληνική μυθολογία, χιλιάδες χρόνια πριν, περιέγραψε ένα τόσο σύγχρονο φαινόμενο. Σήμερα οι νέοι ζητούν, το ίδιο επιτακτικά με τον Φαέθοντα, κάτι που οι γονείς φοβούνται. Μια μηχανή. Οι γονείς αντιστέκονται, αλλά πολλές φορές υποκύπτουν στην πίεση. Κι εγώ υπέκυψα, ευτυχώς δεν το πλήρωσα ακριβά, υλικές μόνο ζημίες. Κάποιος συγγενής μου δεν είχε τη δική μου τύχη. Σειρά μου να πω ένα μύθο στον Βαγγέλη. Ή μάλλον μια τραγωδία. Μια τραγωδία σημερινή. 
Ο σημερινός πατέρας, όπως ο μυθικός Ήλιος, εκλιπαρούσε το γιο του να του ζητήσει οτιδήποτε άλλο, όχι μηχανή. Ένα αυτοκίνητο, καλύτερα. Όχι μηχανή. Ένα ακριβό αυτοκίνητο, αν θέλει. Όχι μηχανή. Και το όχι το κράτησε. Δεν αγόρασε ποτέ μηχανή στο γιο του.
Κάποια άγρια χαράματα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού του. Αστυνομία. Τον ρώτησαν αν ήταν ο κύριος τάδε. Ταράχτηκε. Ήταν. Λυπόνταν πολύ, αλλά ο γιός του, οδηγώντας τη μηχανή του, σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ξάφνιασμα. Κάποιο λάθος κάνετε, ο γιός μου δεν έχει μηχανή. Τον ξαναρώτησαν αν είναι ο τάδε τάδε του τάδε. Ήταν. Λυπόνταν πολύ, δεν έχουν κάνει λάθος.
Ο γιός του είχε αγοράσει μηχανή, κρυφά, πριν από πολύ καιρό μάλιστα.
Αλλά τι σχέση έχουν αυτά με τον αγώνα; Έλα ντε; Είναι κάποιες από τις κουβέντες του. Ναι, μπορεί να διαδραματίζονται και τέτοιες κουβέντες στη διάρκεια ενός αγώνα. Ο Βαγγέλης σκύβει και μαζεύει μια ακόμα πεταμένη συσκευασία από τζελάκι. Γιατί το κάνετε αυτό, ρε παιδιά, πόσο βάρος σας είναι;
Και σε ποιο χιλιόμετρο βρισκόμαστε άραγε; Κάπου μετά τα μισά, υπολογίζω. Έχουμε ήδη διανύσει μια κορυφογραμμή. Και μόνο που βλέπω πίσω μου, απορώ. Στην ανηφόρα, μπροστά μας, ένας αθλητής παραπατά. Σταματά, κάθεται. Ξανασηκώνεται, επιχειρεί λίγα αβέβαια βήματα. Κάθεται πάλι, οριστικά αυτή τη φορά.
Τον φτάνουμε. Τώρα είναι ξαπλωμένος, τρέμει. Ο παλμογράφος του έδειξε κάτω από 45 παλμούς. Δεν έχει να φορέσει τίποτα. Ένα ρούχο που του άφησε μια προπορευόμενη αθλήτρια, είναι μικρό, δυσκολεύομαι να του κλείσω το φερμουάρ. Ο Βαγγέλης του δίνει το αντιανεμικό του. Δεν πήρα μαζί μου την αλουμινοκουβέρτα σκέφτομαι, απογοητευμένος από τον εαυτό μου. Οι περισσότεροι παρόμοια έπραξαν. Είναι αυτή η ψευδαίσθηση πως τίποτα δεν μπορεί να συμβεί σ’ εσένα. Πλησιάζει μια ακόμα αθλήτρια, η Χριστίνα Κιουρέλη. Βλέπει τη σκηνή από μικρή απόσταση και ρωτά αν μπορεί να συνεισφέρει. Της ζητώ αλουμινοκουβέρτα, σιγά μην έχει, λέω μέσα μου. Μπίνγκο. Έχει. Αυτή κι ο Βαγγέλης ίσως έσωσαν μια ζωή σήμερα. Η Χριστίνα συνεχίζει το δρόμο της, εμείς σκεπάζουμε επιμελώς τον συναθλητή μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Αν μπορούμε, δεν το ξέρουμε. Όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές και μπορεί να συμβουλέψει, παρακαλώ, ας μου πει τι άλλο μπορούμε να κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πριν τον εγκαταλείψουμε τον ενθαρρύνω, είναι δρομέας βουνού, είναι δυνατός, θα τα καταφέρει. Μακάρι να ήμουν σίγουρος. Από απόσταση, στρέφω και τον κοιτώ μια τελευταία φορά. Είναι ακίνητος, καθιστός σκεπασμένος. Διασταυρωνόμαστε με δυο διασώστες, που σπεύδουν ανήσυχοι. Ευτυχώς, ήταν σχετικά κοντά ο σταθμός. Αργότερα μαθαίνω πως είναι καλύτερα, πως θα μεταφερθεί. Λήξαν το επεισόδιο. Θα έχω πάντα αλουμινοκουβέρτα στο εξής.
Προς το παρόν σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα αυτομεταφερθώ στο Σκολιό. Αποκαρδιωτική ανηφόρα. Αλλά τόσο προτρεπτική. Ειλικρινείς οι διοργανωτές. Έχουμε διανύσει τόσες κορυφές, αλλά μας μένουν αρκετές ακόμα, μέχρι να γίνουν 10. Ο μόνος αγώνας που ζήλεψα τα μπατόν. Ο Μύτικας, μια πέτρινη βελόνα που σημαδεύει το κέντρο του κόσμου μας. Θα τον βγάλω κι αυτόν τον αγώνα. Είναι νωρίς ακόμα, αλλά το ξέρω με κάποιο τρόπο. Έκανα μεγάλο δρόμο για να ‘ρθω μέχρι εδώ. Δεν εννοώ δρόμο κάποιων ωρών, εννοώ δρόμο πολλών ετών.
Φιλικά πρόσωπα στο Σκολιό, Σέβη, Όλγα, η παρέα μας. Βγάζουμε φωτογραφίες, κάτι σαν αθλητικός τουρισμός μοιάζει αυτή η στιγμή. Το κέφι είναι το καλύτερο αντίδοτο που έχω για την κούραση. Δοκιμάστε το. Κι άλλος σταθμός, Λαρισαίοι, απρόβλεπτες συναντήσεις. Χαίρομαι που σε γνωρίζω κι από κοντά Γιώτα, χαιρετίσματα στον Κίσαβο να δώσεις. Μου ροκάνισες αρκετά λεπτά σήμερα, χαλάλι σου. Χωματόδρομος, για πρώτη φορά. Κάνουμε ωτοστόπ στο αμάξι των κοριτσιών που κατεβαίνουν, μαζί με τον Σπύρο. Γελάνε, μας φωτογραφίζουν και μας παρατούν σύξυλους. Τζάμπα τους υπολογίζαμε ως ομάδα υποστήριξης. 
Τέρμα τ’ αστεία. Έχουμε 3 ακόμα κορυφές που δεν τις ξέραμε. Κάπου χάσαμε το μέτρημα. Στον τελευταίο σταθμό, ευγενέστατος κύριος της διοργάνωσης, προσφέρεται να μου δείξει όλο το πανόραμα αυτού που διασχίσαμε μέχρι τώρα. Σηκώνει το χέρι και διαγράφει πορεία.
Απίστευτο! Ολόγυρα, ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος μας. Το τοπίο διάφανο, σαν να πάλλεται από τους σφυγμούς μας. Χάρη σ’ αυτόν τον αγώνα έχω περιδιαβεί μια άγνωστη, παρ’ όλες τις τόσες αναβάσεις μου στον Όλυμπο, διαδρομή. Άγνωστες πλαγιές και κορυφές του. Το βουνό μου αποκάλυψε πράγματα που δεν ήξερα. Κι είναι σαν να ανακαλύπτεις μια κρυμμένη πλευρά του χαρακτήρα κάποιου που νόμιζες πως γνώριζες καλά. Μια όμορφη πλευρά του.
Διατρέχουμε με το βλέμμα μας τη διαδρομή. Είμαστε ζωντανοί, δυνατοί, αθάνατοι. Θα το πιστεύουμε μέχρι τη στιγμή που θα πάψουμε να είμαστε δυνατοί. Ίσως μέχρι τη στιγμή που θα πάψουμε να είμαστε αθάνατοι. Δοκιμάστε ό,τι θέλετε, όσοι είστε μακριά απ’ όλα αυτά. Ποτά, τσιγάρα, χασίσια κάθε λογής. Δεν υπάρχει τίποτα πιο διεγερτικό από την ανάσα της ζωής που κυκλοφορεί μέσα σου.
Φεύγουμε ξανά και τώρα νιώθω πως τέρμα με το σώμα. Τώρα η σκέψη πετά πάνω από τον Όλυμπο, με βλέπω από ψηλά, μικροσκοπική φιγούρα, που καμώνεται το Θεό. Δεν τρέχω, δεν βιάζομαι. Υπέροχη μέρα μ’ αγκαλιάζει. Μια τέτοια μέρα ενέπνευσε κάποτε τον ποιητή μας: 

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
‘Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει’

Η τελευταία κορυφή. Και η τελευταία ματιά σ’ ό,τι αφήνουμε πίσω. Μεγαλείο! Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει κούραση.

‘Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου’.

Κατηφόρα, δάσος. Ο Κοκκινοπηλός πρώτα ακούγεται, μετά φαίνεται. Έτσι γίνεται συνήθως. Μονοπάτι που πια μπορείς να τρέξεις. Κάτω από τα πόδια μας ακούγονται οι τερματισμοί. Θωμάς και Γρηγόρης έχουν φτάσει προ πολλού, μπράβο παιδιά.
Όλοι μαζί, ξανά. Παρέα στο ταξίδι, στην αφετηρία, στο πρώτο μέρος του αγώνα, στο τέρμα, τώρα. Μόνο μια λείπει από τη συντροφιά μας. Μόνο κάτι που να συμπληρώνει τη χαρά μας.
Εγγραφή καθυστερημένη, μια παρόρμηση από ένα διαφημιστικό της διοργάνωσης. Αλλά η Άννα Μαρία δεν έχει στα πόδια της πάνω από 7 ώρες κι εδώ χρειάζονται 13. Φύσει ενθαρρυντικός, δεν ήθελα να την αποτρέψω, ακόμα κι αν θεωρούσα απίθανο να τα καταφέρει. Έχει κάθε δικαίωμα στην προσπάθεια, άλλωστε ακόμα και μια αποτυχημένη προσπάθεια είναι πιο αξιέπαινη από την απραξία. Συγκεχυμένες οι πληροφορίες για τη θέση της. Πέρασε εμπρόθεσμα τους δυο σταθμούς-κόφτες, πάλι καλά. Μετά, άγνωστο.
Τη θυμάμαι να μ’ ακολουθεί από την αρχή και γι’ αρκετά χιλιόμετρα. Γυρνούσα κάθε τόσο και την έβλεπα. Της είχα εξηγήσει πως αυτόν τον αγώνα δεν θα τον πάμε παρέα, αλλά, αν μπορούσε να κρατά μια κοντινή απόσταση, θα ήταν χαζό να τρέχαμε τόσες ώρες για να τερματίσουμε με μια διαφορά λίγων γελοίων  λεπτών. Αν κρατιόταν σε ακτίνα λιγότερη της μισής ώρας θα την περίμενα, είχα αποφασίσει. Αλλά μια φορά γύρισα και δεν την είδα. Το δοκίμασα αργότερα, σ’ ένα ανοιχτό πεδίο με μεγάλη ορατότητα. Άγνωστες κουκίδες αθλητών, όχι η δική της. Μόνη της, λοιπόν, αυτή τη φορά. Θα τρέξουμε μαζί στην Οίτη, είναι η υπόσχεση, αλλά μόνη της αυτή τη φορά. Θέλω να τερματίσω εμπρόθεσμα τον Φαέθοντα.
25 μόλις λεπτά, πριν τη διορία των 13. Κάποιος από την παρέα αναφωνεί πως την βλέπει να κατηφορίζει, αλλά δεν είναι σίγουρος. Κοιτώ στην πλαγιά, είμαι ο μόνος που μπορώ να την αναγνωρίσω αφού φοράμε τα ίδια μπλουζάκια. Άσπρο, λιγότερο κόκκινο, Paggaio Trail Race Run 2014. Από μια άποψη προηγούμαστε όλων κατά ένα χρόνο.
Τρέχω στη μεριά του τερματισμού, ζητώ μια χάρη από την κοπέλα με τον τηλεβόα. Ανταποκρίνεται. Άννα Μαρία, σε περιμένουμε, ο ήχος αντηχεί στη πλαγιά. Και σε λίγα λεπτά, η Άννα, περνά τη γραμμή. Και δεν υπάρχει τίποτα πια που να εμποδίζει τα πάντα να είναι καλά κι όλους μας να είμαστε ευτυχισμένοι.
Κι έχω κερδίσει κι ένα ζευγάρι παπούτσια στην κλήρωση.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Όλυμπος θαμπώνει. Μας έκανε τη χάρη που δεν έκανε στους δυο προηγούμενους αγώνες, αλλά τώρα μοιάζει με θολό όνειρο. Δεν διακρίνεται τίποτα. Για να δούμε τη διαδρομή που διαγράψαμε πρέπει να κάνουμε ό,τι και με την ερμηνεία της ιστορίας του Φαέθοντα. Να ψάξουμε μέσα μας. Μόνο εκεί υπάρχει, αποτυπωμένη κι άσβεστη.
Θα ξανάρθω εδώ; Δεν ξέρω. Μακάρι να είμαι γερός και να ξανάρθω. Όσο περνά ο καιρός η κλεψύδρα της διαδρομής μου αδειάζει το πάνω μέρος της και στο κάτω σχηματίζεται κάτι που μοιάζει με βουνό. Δεν ξέρω πότε θα γίνει τόσο μεγάλο ώστε να μην αντέχω πια να τ’ ανεβώ. Θα κάνω ό,τι μπορώ όμως, κι αυτό δεν είναι απόφαση. Είναι το αυλάκι της ζωής μου που μ’ οδηγεί όμορφα προς το τέρμα, κι όσο πιο πρόθυμα τ’ ακολουθήσω, τόσο πιο μακρύ θα είναι.
Λυπάμαι που είμαι τόσο κακός στο να συγκρατώ ονόματα, ακόμα και πρόσωπα πολλές φορές. Θα μπορούσα ονομαστικά να ξεχωρίσω στα ευχαριστώ μου κάποιους, όπως τον ευγενέστατο κύριο της διοργάνωσης, στον τελευταίο σταθμό, που μου έδειξε την κορυφογραμμή. Αλλά, τελικά, αποφασίζω πως δεν θα πω ευχαριστώ σε κανέναν. Ούτε διοργανωτή, ούτε εθελοντή. Κι αυτό γιατί δεν γίνεται να ξεμπερδεύεις πάντα με μια εύκολη λέξη. Ο μόνος τρόπος για ν’ ανταποδώσεις όσα κατά καιρούς σου έχουν προσφερθεί είναι να πράξεις κι εσύ ανάλογα. Έτσι, όταν το βουνό της κλεψύδρας μου μεγαλώσει τόσο ώστε να μην μπορώ πια να τ’ ανεβώ, όταν αυτή η εγωιστική περίοδος τελειώσει, ή ακόμα και πριν, σκέφτομαι πως πρέπει να σταθώ σε κάποιο σημείο, σ’ ένα από τα τόσα που διέτρεξα στην ατέλειωτη διαδρομή μου, για να βοηθήσω κάποιους άλλους να συνεχίσουν τη δική τους διαδρομή.