Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ορεινοί αγώνες. 5.




Zagori Mountain Running, 2013.




                                                                               Lucy in the sky with diamonds


Ο ορεινός αγώνας των 42 περίπου χιλιομέτρων, που εγκαινιάστηκε το 2011 στο Grand Canyon της Ελλάδας, εξελίχθηκε γρήγορα σε φεστιβάλ τριών αγώνων δρόμου, (50, 25 και 10 χιλιομέτρων), συν 2 ποδηλατικών. Grand Canyon της Ελλάδας χαρακτηρίζω το μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο της Τύμφης, που σε συνδυασμό με την οικιστική αισθητική της περιοχής καθιστούν τα Ζαγοροχώρια εκλεκτικό προορισμό.
Τα Γιάννενα είναι κάτι σαν το Γαλατικό χωριό του mountain running. Κι η Καβάλα δεν τα πάει άσχημα σ’ αυτόν τον τομέα, πολλές φορές μάλιστα τα πάει και καλύτερα, ωστόσο η ομάδα Fifth Element των Ιωαννίνων είναι πραγματικά αντάξια της φυσικής ομορφιάς της περιοχής της. Σε κάθε μεγάλο αγώνα βουνού οι Γιαννιώτες εμφανίζονται ομαδικά και καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις. Το ίδιο καλά τα καταφέρνουν και τα Γιαννιώτικα σούπεργκερλς - μου έμεινε συνήθειο ν’ αποκαλώ έτσι αυτά τα δυναμικά μοντέλα της νέας γενιάς - που διεκδικούν το μέλλον σ’ ένα χώρο στον οποίο μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν εκπληκτικές σαρανταπεντάρες. Εκτός από εξαιρετικοί αθλητές, τα παιδιά των Ιωαννίνων απέδειξαν ότι τα καταφέρουν το ίδιο καλά και σε οργανωτικό επίπεδο, αφού το να διεκπεραιώσεις διοργάνωση με πάνω από 1000 συμμετέχοντες είναι άθλος ανάλογος με το χρόνο που πέτυχε ο Δημήτρης Θεοδωρακάκος στο μεγάλο αγώνα των 50 χλμ, του Σαββάτου. Όλοι οι υπόλοιποι αγώνες διεξήχθησαν την Κυριακή, μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, όπου γινόταν φανερό πως οι διοργανώσεις ξεπερνούν πλέον τα πλαίσια των αθλητικών γεγονότων και εξελίσσονται σε κοινωνικά συμβάντα, τα οποία, εκτός των άλλων, τονώνουν και την οικονομία του τόπου στον οποίο διαδραματίζονται.
Και στους αγώνες βουνού διαδραματίζονται πολλά περισσότερα απ’ όσα συλλαμβάνει το μάτι, απαθανατίζουν οι κάμερες και καταμετρούν οι στατιστικές. Μερικά τα ζω αυτήν τη στιγμή που τρέχω στον αγώνα των 50 χιλιομέτρων, παρέα με την Φωτεινή.
-------------------------------------

Η Φωτεινή αποτελεί το έτερον δρομικό μου ήμισυ. Τρέχουμε μαζί, κοντά είκοσι χρόνια τώρα. Αν το κρατήσουμε άλλη μια δεκαετία θα γίνουμε μασκότ. Προς το παρόν η ιδέα μας φαίνεται αστεία.
Είμαστε ένα από τα τρία μικτά δρομικά ζευγάρια της πόλης μας, αλλά, κατά πολύ, το μακροβιότερο. Όσοι δεν μας γνωρίζουν καλά μας θεωρούν συζύγους, αν και στην εκτός τρεξίματος ζωή οι επιλογές μας ήταν διαφορετικές. Έχουμε κουραστεί ν’ αποκαθιστούμε την παρεξήγηση. Πρόσφατα μια ηλικιωμένη έστειλε χαιρετίσματα στην πεθερά μου, εννοώντας τη μαμά της. Υποσχέθηκα πως θα τα μεταβιβάσω. Κάποιος άλλος παρατήρησε πως είχα καιρό να εμφανιστώ, κι όταν του απάντησα πως έλειπα, μου ανέφερε πως συνάντησε τη γυναίκα μου να τρέχει. Του εξήγησα πως όταν λείπω τρέχει μόνη της, κι είδα στο βλέμμα του σημάδια αμηχανίας. Αργότερα έμαθα πως η Φωτεινή έτρεχε με κάποιον άλλον εκείνες τις μέρες. Της έκανα σκηνή, η πόλη είναι μικρή και δεν θέλει πολύ για να μου βγει τ’ όνομα. Υποσχέθηκε πως θα το λάβει υπόψη της.
Ο τύπος της είναι ο λεγόμενος ‘ενοχλητικός’. Αυτός που εμφανίζεται από το πουθενά και τρέχει μαζί σου 10 χιλιόμετρα συνομιλώντας. Που απέχει από κάθε αθλητική δραστηριότητα για καιρό, κι επανέρχεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ωστόσο, δεν της αρέσουν οι αγώνες. Σπάνια και με το ζόρι συμμετέχει. Δεν καταλαβαίνω γιατί η μοίρα δίνει λεφτά σε κάποιον που δεν ξέρει να τα χαρεί, γιατί κάνει ελκυστική μια αυστηρά μονογαμική γυναίκα και γιατί χαρίζει αθλητικά γονίδια σε τύπους σαν τη Φωτεινή, αντί να τα δώσει σε μένα, που τόσο τα χρειάζομαι.
Πριν 18 χρόνια κατάφερα να την σύρω σε 3 ορειβατικούς αγώνες του Ολύμπου και στον τερματισμό ενός μαραθωνίου δρόμου. Δεν διέθετε παραπάνω από 2-3 μέρες την εβδομάδα, κι αυτές για σύντομες μόνο προπονήσεις, αλλά έκανε 4.10΄ στο μαραθώνιο. Ήρθε τρίτη στην πρώτη της προσπάθεια στον Όλυμπο κι έχασε την πρώτη θέση, το 1996, για ενάμιση λεπτό. Ίσως να την είχε κερδίσει, αν δεν ήταν άτομο πρόθυμο να παραχωρήσει τη θέση του, ακόμα και σε αγώνα, αν της το ζητήσεις ευγενικά. Σε φιλική συγκέντρωση στο σπίτι της, λίγες μόνο μέρες μετά, ζητήσαμε να δούμε το κύπελλο της. Κατέβηκε στο υπόγειο, όπου το είχε παραπεταμένο, το ξεσκόνισε και μας το έφερε  
Η πόλη της την βράβευσε ως την καλύτερη αθλήτρια, για το 1996, αλλά η ίδια θεωρεί πως δεν της ταιριάζει ο τίτλος. Έχει δίκιο. Είναι το αντίθετο του ανταγωνιστικού τύπου. Η συμμετοχή σε κάτι που κατατάσσει ανθρώπους την αποκαρδιώνει. Η αγαπημένη της δραστηριότητα είναι η ορειβασία. Είναι 55 κιλά και της φαίνεται ευκολότερο ν’ ανεβαίνει ένα βουνό με σακίδιο στην πλάτη, παρά ένα λόφο, με νούμερο στο στήθος.
Δεν την έχω δει να ιδρώνει ποτέ. Ούτε να λαχανιάζει. Δεν της αρέσει να ζορίζεται. Έχει μια σταθερή ταχύτητα, που την κρατά ανεξάρτητα από την απόσταση. Μπορεί να πηγαίνει με 5,30 λεπτά το χιλιόμετρο επί ώρες. Αν της ζητήσεις να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί, για ένα μόνο χιλιόμετρο, δεν θα το κάνει γρηγορότερα από 5,30 λεπτά.
Είναι όμως αυτή, που, αν και μικρότερη από μένα, ιεραρχεί σωστότερα τα θέλω και τα πρέπει της. Είμαστε δρομικό ζευγάρι, αλλά τρέχει κι όταν εγώ δεν μπορώ. Είμαι βέβαιος πια πως, με μένα ή χωρίς εμένα, δυο ή τρεις μόνο φορές την εβδομάδα, θα τρέχει όσο ζει. Το τρέξιμο γι’ αυτήν θα είναι κάτι που μόνο δώρα θα της χαρίζει. Θα τρέχει αυτό το λίγο, αλλά θα τρέχει χωρίς να πιεστεί ποτέ, χωρίς να υποφέρει από τραυματισμούς, χωρίς να ξεθεώνεται στο κυνήγι μιας χίμαιρας.
Αγαπώ το τρέξιμο περισσότερο απ’ όσο αυτή το αγαπά, αλλά νομίζω πως το τρέξιμο αγαπά αυτήν περισσότερο από μένα.

--------------------------------

Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής κυλά στο άγνωστο για μας τμήμα του φαραγγιού. Παρατηρεί το σπαθόχορτο στις άκρες του μονοπατιού, κι ακολουθεί πιστά το ρυθμό μου. Μόνο που είναι αργά πια για να της δίνω ρυθμό. Τότε που μπορούσα πραγματικά να την βοηθήσω, τότε που μπορούσε πραγματικά να διακριθεί, δεν το έκανα. Την παρατούσα πάντα, για να κυνηγώ τους δικούς μου χρόνους – σιγά τους χρόνους. Από τον φετινό αγώνα του Παγγαίου, όμως, κατάλαβα πως το ζήτημα πλέον ήταν να μπορώ εγώ να την ακολουθώ. Υστερεί κατά 12 ηλικιακά χρόνια και υπερτερεί κατά δεκάδες γονιδιακά ιδιώματα. Της λείπει η πείρα των μεγάλων αγώνων. Η σιγουριά του σωστού ρυθμού είναι το μόνο που μπορώ να της προσφέρω.
Μαζί μας τρέχει κι ένα στοίχημα. Θέλουμε να δούμε αν είναι δυνατόν μια καλή φυσική κατασκευή, με την ελάχιστη δυνατή προετοιμασία, να καταφέρει κάτι τέτοιο. Ξέρω κιόλας πως ναι. Κατά βάθος δεν ήταν αυτό που επιζητούσα να διαπιστώσω. Ήθελα, απλώς, μια ευκαιρία για να κάνουμε μαζί αυτό που εξ αιτίας μου δεν κάναμε όσο ήμασταν νέοι. Να τρέξουμε και να τερματίσουμε μαζί, χέρι χέρι, έναν δύσκολο κι όμορφο αγώνα.
Περνώντας τις πηγές του Βοιδομάτη το τοπίο ξεπροβάλλει. Η ανατολή κοκκινίζει στους βράχους. Το σώμα μας σαν να ξυπνά. Στην ανηφόρα για το καταφύγιο σχεδόν πατά τις φτέρνες μου. Κοντά 20, κιόλας, χιλιόμετρα. Την ρωτώ και μου αποκρίνεται πως, ναι, εξ αιτίας μου νιώθει εντελώς ξεκούραστη. Διορθώνει αμέσως τη διατύπωση, χάρη σ' εμένα νιώθει εντελώς ξεκούραστη. Το παραβλέπω, αλλά ξέρω πως η αρχική απάντηση είναι η σωστή.
Η πρώτη ποτίστρα, ξερή. Απελπισία, καίγονται τα σωθικά μου. Ευτυχώς η επόμενη έχει νερό, αν και τρέχει αργά. Έπρεπε να κουβαλώ και δεύτερο παγούρι, το ένα δεν μας φτάνει, και το παγωμένο νερό της πηγής δεν κατεβαίνει εύκολα. Απορώ πως τα καταφέρνουν μερικοί να το πίνουν μονορούφι.
Από το καταφύγιο, όλος ο χάρτης της Τύμφης απλωμένος μπροστά μας. Σμιλεμένα βουνά, από μια γλυπτική εκατομμυρίων χρόνων. Ανθρώπινες κουκκίδες ανεβοκατεβαίνουν το μονοπάτι προς τη Δρακόλιμνη. Σύντομα γινόμαστε άλλες δυο, ανάμεσά τους. Ανεβαίνουμε όταν άλλοι κατεβαίνουν, αλλά νιώθουμε πολύ όμορφα. Χαιρετιόμαστε μεταξύ μας, η διπλή κυκλοφορία επιτρέπει την εκδήλωση συναισθημάτων αλληλεγγύης.
Στη λίμνη κάποιος κολυμπά. Τον ζηλεύει, αλλά δεν γίνεται. Το νερό αντανακλά τα είδωλά μας και καθρεφτίζει έναν λαμπρό ουρανό. Οι σταγόνες του αστράφτουν σαν μικρά διαμάντια. Χιλιάδες ολόφωτα άστρα στην επιφάνειά του φωτίζουν το δρόμο μας.
Χρειάστηκε η μετάφραση μιας όπερας για να μου υποδείξει πως Λουτσία είναι το Φωτεινή στα Ιταλικά. Κι εκεί, τρέχοντας γύρω από τη λίμνη, αναδύεται στο μυαλό μου η γνωστή μελωδία των Μπιτλς. Σκέφτομαι πως έχουμε βρεθεί στον ουρανό με τα διαμάντια.
Προς τη λίμνη Ρομπόζι, κοιτά τριγύρω και της περνά η ιδέα να μαζέψει τσάι. Θίγομαι, αλλά δεν μπορώ να της κρατήσω κακία. Αριστερά μας η Γκαμήλα, δεξιά η Αστράκα. Σχολιάζει πως είναι κρίμα που δεν θα πάμε εκεί, στις ψηλές κορυφές. Διαρκώς αποζητά κάτι άλλο απ' αυτό που κάνει κι είναι ανώφελο να επιμένω. Το έχω πάρει απόφαση πως βλέπουμε διαφορετικά το ίδιο πράγμα, παρόλο που συγκλίνουμε σε τόσα άλλα.
Στρέφω πίσω μου κι αντικρίζω στο τοπίο κομμάτια του παρελθόντος. Περιστατικά, γεγονότα, γέλια, κουβέντες. Οι πρόσκαιρες παρουσίες μας, που επεδίωκαν ν' αγκιστρωθούν στην πέτρα, για να κερδίσουν κάτι από την αθανασία των βουνών.
Από τον Αυγερινό και μετά μετράμε αντίστροφα. Τελειώνει. Νιώθω εξουθενωμένος, αλλά λυπάμαι που τελειώνει. Για πρώτη φορά στη διάρκεια ενός αγώνα το συναίσθημα της νοσταλγίας είναι δυνατότερο από την κούραση. Ακατανόητο. Οι δρομείς θα γνωρίζουν το φαινόμενο του post running blues, αλλά γιατί το νιώθω τόσο νωρίς; Βρίσκομαι ακόμα στο σημείο όπου όλοι ανυπομονούν για το τέλος. Δεν καταφέρνω να της το κάνω κατανοητό, αφού ούτε εγώ το κατανοώ πλήρως. Ίσως υπάρχουν φορές που σε πιάνει μια λύπη χωρίς να υπάρχει τίποτα για να λυπάσαι, όπως ακριβώς κάποιες άλλες σε καταλαμβάνει ένας φόβος χωρίς να υπάρχει τίποτα για να φοβηθείς.
Τη σκάλα του Βραδέτου την κατεβαίνει όπως παιδί στις πίστες του λούνα παρκ. Της φαίνεται διασκεδαστική, αν και σύντομη. Ανοίγει κουβέντα με το φωτογράφο. Θα ήθελα να τις δω αυτές τις φωτογραφίες. Στην στροφή της τελευταίας ανηφόρας με περιμένει ατενίζοντας σκεφτική το χωριό. Δεν την ρωτώ τι σκέφτεται. Ετοιμαζόμαστε για την τελική σκηνή. Αυτή, που τόσες φορές προβλήθηκε στη φαντασία μου, όλους αυτούς τους μήνες της προετοιμασίας.
Κι έτσι τώρα τρέχουμε, αλλά όχι μόνο προς το τέλος ενός αγώνα. Τρέχουμε προς το τέλος που μας επιφυλάσσει η νομοτέλεια του αδιάφορου χρόνου. Δεν υπάρχει τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην αρχή, δεν υπάρχει τρόπος να ξαναγίνουμε νέοι. Τρέχουμε, θέλοντας και μη, προς στην μόνη κατεύθυνση του τόπου και του χρόνου που υπάρχει.

Στο χωριό οικεία πρόσωπα μας υποδέχονται, μας περιμένουν στη γραμμή. Την περνάμε κι ο κύκλος κλείνει. Προσπαθώ να διατηρήσω τη χαρά. Βρισκόμαστε σε αγκαλιές. Στο τέλος της μέρας, ανάμεσα σ' όμορφες παρέες η νοσταλγία ξεγελιέται, αν και ξέρω πως σύντομα θα μου ακουμπήσει τον ώμο.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Όλα αυτά έχουν πια τελειώσει. Η νοσταλγία, όπως το περίμενα, έρχεται για να μου υπενθυμίσει το τέλος μιας διαδρομής. Αλλά παρηγοριέμαι λέγοντας μέσα μου πως δεν πρέπει να λυπάμαι για το τέλος καμιάς διαδρομής. Κανείς δεν πρέπει να λυπάται για μια διαδρομή που έχει διαβεί βουνά και κορυφές, φαράγγια και πηγές, μονοπάτια με σπαθόχορτο και κοιλάδες με τσάι, λίμνες μ' αστραφτερά νερά και γεμάτους διαμάντια ουρανούς.
Συχνά, τελευταία, έρχεται στο νου μου μια σκηνή: Βρίσκομαι στη Δρακόλιμνη. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, εκατομμύρια. Είμαι ολομόναχος. Μοιάζει σαν να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος πάνω στη γη. Είναι μια λαμπρή μέρα, όπως ήταν η μέρα του αγώνα. Κοιτάζω το νερό της λίμνης και βλέπω μέσα του την αντανάκλαση του ουρανού. Μετά κοιτάζω τον ουρανό και βλέπω μέσα του τη λίμνη. Και τότε κάτι γίνεται. Κάτι κινείται. Είναι οι μορφές μας εκεί πάνω, νέες, πάντα νέες κι όμορφες, που τρέχουν πλάι πλάι, αρμονικά, σε μια ατέλειωτη διαδρομή. Δεν υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί, δεν υπάρχει καν χρόνος. Ούτε σταθμοί, δεν τους χρειαζόμαστε. Υπάρχουν μόνο ευκαιρίες για να διορθώσουμε όσα λάθη έχουμε κάνει στη ζωή μας. Και μετά συνεχίζουμε, αέναα, αβίαστα, κι είναι σαν να πλέουμε σ' έναν απέραντο, γαλάζιο ουρανό, ενώ ολόγυρά μας αναβοσβήνουν μυριάδες πολύχρωμα διαμάντια.