Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Οι ορεινοί αγώνες 2.




Ταΰγετος. 28 Μαρτίου 2010.



   Ήταν ένα από τα εφιαλτικότερα βράδια της ζωής μου. Ο ίλιγγος γινόταν ανυπόφορος, κάθε που κατάφερνα να κλείσω τα μάτια μου. Όταν η εξάντληση βάρυνε τα βλέφαρα, ένιωθα πως κάτι ετοιμαζόταν να εκραγεί μέσα στο κεφάλι μου. Ανασηκωνόμουν με το φόβο πως από λεπτό σε λεπτό θα με κυριεύσει για πάντα το σκοτάδι.
Για πολύ καιρό, έπειτα, ζούσα με το φόβο της επανόδου αυτού του τρομακτικού φαινομένου. Ευτυχώς, δεν ξανάρθε, παρά μόνο ένα και μοναδικό βράδυ, στο μακρινό Νεπάλ, πριν την τελευταία πορεία, μέχρι την κατασκήνωση βάσης του Έβερεστ. Εκεί, τουλάχιστον, ήξερα την αιτία.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι του ξενοδοχείου, στη Μεσσήνη, πριν βγει το φως. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε ύπνος. Δεν κατάφερα να φάω, ούτε να πιω.  Ξεκίνησα να οδηγώ στο σκοτάδι σαν υπνωτισμένος. Μια ώρα δρόμος, όλο στροφές. Χάραζε, όταν έφτασα σ’ ένα άγνωστο, αλλά πανέμορφο μέρος. Ήταν η Καρδαμύλη, απ’ όπου θα ξεκινούσε ο Taygetos Challenge, αγώνας 38 χλμ. και 2000μ. υψομετρικής διαφοράς.
Στην πλατεία, η γραμματεία έπαιρνε θέσεις. Είχα φτάσει από τους πρώτους. Πάρκαρα κοντά το αυτοκίνητο, βγήκα και δοκίμασα κάποια βήματα. Πίστευα πως το κλίμα του αγώνα θα με ζωντάνευε, πολλές φορές συνέβαινε αυτό, αλλά τώρα απέτυχε να συμβεί, παρά μόνο πολύ πρόσκαιρα. Αισθανόμουν ζάλη κι αδυναμία. Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο και ξάπλωσα στο κάθισμα. Υπήρχε χρόνος ακόμα.
Προσπάθησα αργότερα, αλλά δεν κατάφερα καν να σηκωθώ από το κάθισμα. Είδα τους αθλητές να καταφθάνουν και να παραλαμβάνουν τα νούμερά τους. Συνειδητοποιούσα πως έχανα τον αγώνα για τον οποίο είχα κάνει αμέτρητα χιλιόμετρα. Η Καβάλα και ο Ταΰγετος βρίσκονται στα δυο αντίθετα άκρα της στεριανής Ελλάδας. Αλλά δεν γινόταν.
Με βαριά θλίψη κι απέραντη απογοήτευση έβαλα μπρος και ξεκίνησα για την επιστροφή. Ήταν το άδοξο τέλος τόσων προσδοκιών.
Έπαιρνα ήδη τις στροφές της πρώτης ανηφορικής πλαγιάς. Κάθε λεπτό και πιο μακριά. Μετά την τελευταία στροφή ο όμορφος οικισμός θα έμενε πίσω κι όλα τα όνειρα θα έσβηναν ανεκπλήρωτα σ’ ένα άτυχο παρελθόν.
Αλλά, τότε, κάπου εκεί, λίγο πριν χαθεί ο Ταΰγετος, ένα άλικο φως έβαψε τον εσωτερικό καθρέφτη. Ήταν μαγευτικό, σαν ουράνιο μήνυμα. Σταμάτησα. Έσβησα τη μηχανή και σύρθηκα έξω.
Πήρα βαθιές ανάσες από τον καθαρό αέρα της αυγής, ένα ζωογόνο μίγμα βουνού και θάλασσας. Είδα τον κατακόκκινο ήλιο που ανέτειλε. Στο ήσυχο τοπίο, εκεί, κάτω, τα χρώματα ζωήρευαν. Το βουνό φαινόταν να ξεκινά από τη θάλασσα και να υψώνεται στον ουρανό, ενώνοντας δυο επιφάνειες διαφορετικού γαλάζιου. Είδα μπροστά μου να ξεδιπλώνεται το αιώνιο ποίημα της φύσης. Αυτό, που εγκατέλειπα κι έφευγα.
Και δεν έφυγα. Έμεινα εκεί, γιατί σκέφτηκα πως κάπως έτσι είναι ο θάνατος. Μια πανέμορφη μέρα, ένας πανέμορφος κόσμος, άνθρωποι που σφύζουν από ζωντάνια, κι εσύ, κουρασμένος κι ανήμπορος, να φεύγεις. Δεν ήθελα να το αποδεχτώ. Δεν ήθελα να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου. Δεν ήθελα να ζήσω αυτόν τον μικρό θάνατο, που μπορεί να ήταν και χειρότερος από τον κανονικό, γιατί θα είχα τη μνήμη του. Ήθελα, απελπισμένα, να ζήσω.
Αφέθηκα στο αφρισμένο ποτάμι της παρόρμησης. Παραμέρισα κακές εκδοχές και λογικούς φόβους. Οδηγούσα σαν τρελός, ξανά, στις κατηφορικές στροφές του δρόμου, για να προλάβω την εκκίνηση. Οι αθλητές φαίνονταν από ψηλά να συγκεντρώνονται ήδη στη γραμμή.
Άρπαξα το νούμερο όταν έπεσε η πιστολιά, και περνούσα τις παραμάνες στο μπλουζάκι ενώ έτρεχα ήδη.


  Η συντηρητική τακτική έπρεπε να τραβηχτεί στα άκρα. Θα έμενα ο τελευταίος των τελευταίων, εξαντλώντας όλα τα χρονικά περιθώρια των σταθμών. Κι όσο πάει. Όσο συρθεί, δηλαδή. Γι’ αυτό και μου φάνηκε περίεργο το ότι ενώ όλοι οι αθλητές είχαν εξαφανιστεί στις πλαγιές του βουνού, μια και μόνη κοπέλα καθυστερούσε περίεργα. Το να βλέπει πλάτη ο δρομέας θεωρείται ειρωνικός χαριεντισμός, αλλά στην κατάσταση που βρισκόμουν ήταν ευτυχές απρόοπτο. Πιθανολόγησα πως η συγκεκριμένη ξεκίνησε αργά λόγω στρατηγικής, κι όπου να ‘ναι θα εξαφανιστεί κι αυτή.
Αγκομαχούσα σκυφτός στην πρώτη ανηφόρα όταν άκουσα τη φωνή της. Αν και δεν υπήρχε κανείς άλλος ολόγυρα, χρειάστηκαν λογικοί συνειρμοί για να καταλάβω πως απευθυνόταν σε μένα, καθώς δεν ήμουν καν σίγουρος πως είχε αντιληφθεί την ταλαίπωρη ύπαρξη που σερνόταν κάπου πίσω της. Η καθαρή φωνή της με συμβούλευε να μην την ακολουθώ, γιατί θα με κάψει πάλι. Χρειάστηκαν επιπλέον λογικοί συνειρμοί για να καταλάβω ποια ήταν.
Πράγματι, η Ειρήνη με είχε κάψει, πέντε μήνες πριν, σ’ ένα αγώνα 41 χιλιομέτρων και 2645 ξεθεωτικών υψομετρικών, στην Χαιντού της Ροδόπης.



   Παραδέχομαι πως είναι συμπλεγματικό να ενοχλείσαι όταν σε περνούν γυναίκες, αλλά συμβαίνει στους περισσότερους άντρες, και σε κάποιο βαθμό συμβαίνει και σε μένα, παρόλο που προσπαθώ να το καταπολεμήσω. Δεν μ’ ενοχλούν οι γυναίκες που ξεχύνονται μπροστά και δεν τις ξαναβλέπω παρά μόνο αν προλάβω να τερματίσω πριν τις απονομές, μ’ ενοχλούν αυτές οι λίγες που με περνούν στη διάρκεια.
Στη Χαιντού η Ειρήνη με είχε προσπεράσει κάπου στο 14ο χιλιόμετρο, με τρόπο που ξυπνούσε περισσότερο την περιέργεια, παρά το ανταγωνιστικό μου. Είχα ενημερωθεί για τα θαύματα που κάνουν οι νέοι στους σημερινούς αγώνες, αλλά κάτι τέτοιο δεν το φανταζόμουν. Πίεσα τον εαυτό μου να την ξαναπεράσει, πράγμα που κατάφερα με δυσκολία και χωρίς να εξασφαλίσω κάποια αξιόλογη διαφορά. Μ’ ακολουθούσε από κοντά και ξαναβγήκε μπροστά μου, μ’ ακόμα μεγαλύτερη ορμή κι αποφασιστικότητα.
Αυτό ήταν από τ’ άγραφα. Απέμεναν 27 δύσκολα χιλιόμετρα, κι αναρωτιόμουν αν ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να συνεχίσει έτσι στο εφεξής. Κι εγώ επιλέγω να ξεκινώ αργά και να επιταχύνω στη διάρκεια, αλλά τέτοια αλλαγή ρυθμού μου φαινόταν αδιανόητη, ακόμα και για ένα σύγχρονο σούπεργκερλ.
Ευτυχώς, το κυνηγητό δεν κράτησε πολύ, δεν θα μπορούσε άλλωστε από μεριά μου. Πλησιάζαμε στο σταθμό, όπου θα έδινα αναγκαστικό τέλος στην κόντρα, όπως κι αυτή, ήλπιζα. Πράγματι έδωσε, αλλά με τρόπο απρόσμενο. Άρχισε να πανηγυρίζει. Ήταν η πρώτη, σ’ έναν μικρότερο αγώνα που διεξαγόταν παράλληλα. Τον είχα λησμονήσει εντελώς. Εκείνη αποχωρούσε νικήτρια κι εγώ δεν είχα φτάσει καν στα μισά του δικού μου αγώνα. Εκτός από ξεθεωμένος αισθανόμουν και χαζός. Είναι δύσκολο να αισθάνεσαι χαζός σ’ έναν αγώνα, αλλά δεν ήταν δικό της το φταίξιμο.


   Δεν θυμάμαι αν το έχω αναφέρει κάπου, αλλά πολλές φορές μ' έχει ξελασπώσει η συντροφιά στους αγώνες, ιδίως η γυναικεία. Κατά πρώτον οι γυναίκες μου χρησίμευσαν ως σημείο αναφοράς, ώστε να μπορώ να προσδιορίζω τη θέση μου, σε σχέση με το μέσο δρομέα. Όταν επανεμφανίστηκα στους αγώνες βρέθηκα αντιμέτωπος με μια πληθώρα άγνωστων προσώπων κι ονομάτων. Με τον καιρό θα μάθαινα κάποια ονόματα και θα συγκρατούσα κάποια πρόσωπα, αλλά το να αντιστοιχίσω τα πρόσωπα στο σωστό όνομα παραμένει ακόμα ζητούμενο. Ο μόνος τρόπος για να διαπιστώνω την όποια πρόοδό μου στις ατέλειωτες λίστες της γενικής κατάταξης, ήταν να την συγκρίνω με τα λίγα γυναικεία ονόματα, που μπορούσα εύκολα να εντοπίζω και να συγκρατώ.


   Στον Ταΰγετο, βέβαια, δεν ετίθετο θέμα κατάταξης. Ετίθετο θέμα επιβίωσης. Ωστόσο η Ειρήνη δεν το γνώριζε. Η προτροπή της να μην την ακολουθώ αφορούσε την ειλημμένη της απόφαση να διακόψει την προσπάθειά της στον κεντρικό σταθμό, κάπου μετά τα μισά της διαδρομής, όπου είχε προνοήσει ν’ αφήσει και το αυτοκίνητό της από την προηγούμενη. Αυτήν τη φορά προσπαθούσε να με προστατέψει, όχι από το γρήγορο ρυθμό, αλλά απ’ αυτόν της βέβαιης εγκατάλειψης.
Μου προξένησε εντύπωση τέτοια απόφαση, από μια καλή αθλήτρια, που δεν φαινόταν ν’ αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα. Αν και μου εξήγησε πως πρόκειται για κάτι που έχει να κάνει με τις τιμές του σιδήρου της, εν τούτοις παρέμενε ζήτημα απόφασης κι όχι αδυναμίας. Αγαπούσε το τρέξιμο κι ήθελε να μπορεί να τρέχει και στην υπόλοιπη ζωή της. Αρνούνταν να υποβληθεί σε μια δοκιμασία που θα την πλήρωνε μετά. Αφουγκραζόταν το σώμα της, σ’ αντίθεση με μένα. Άλλωστε ήταν διατροφολόγος, συνεργάτης του ελληνικού περιοδικού για το τρέξιμο. Άκουγα, εγώ ο μεγαλύτερος, τη φωνή της ωριμότητας, από μια πολύ μικρότερη σε ηλικία κοπέλα.
Ο κεντρικός σταθμός ήταν σε σημείο όπου θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν κατάφερνα να φτάσω. Προθυμοποιήθηκε να με κατεβάσει με το αυτοκίνητό της, αν τα παρατούσα εκεί. Και μόνο στην ιδέα, ο αγώνας έμενε πλέον μισός, κι αυτό μου έδινε κουράγιο. Αισθανόμουν ήδη καλύτερα. Αρκετά, για να φτάσω μέχρι εκεί, μέσα στο προκαθορισμένο όριο. Αρκετά για να περάσω και μερικούς από τους τελευταίους δρομείς.
Παρέδωσε τον αριθμό της και κάθισε, ήρεμη κι ικανοποιημένη, σ' ένα πεζούλι. Φαινόταν φρέσκια και ξεκούραστη, σαν να μην είχε κάνει τίποτα δύσκολο. Ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από δρομείς που συνέχιζαν, κι από μένα, φυσικά. Ωστόσο ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε ν’ αναθεωρήσει την απόφασή της. Δεν είχα συναντήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω πως συνηθίζεται.
Έκοβα βόλτες προβληματισμένος. Η παρέα της με είχε βοηθήσει και το κυριότερο είχα καταφέρει, έστω και με καθυστέρηση, να δεχτώ μικροποσότητες ισοτονικών. Υπήρχαν χρονικά περιθώρια, δεν ήμουν πια νεόφερτος, είχα εκπαιδευτεί στις κακουχίες και σκεφτόμουν πως, αν κατάφερνα να πιω, είχα πιθανότητες να βρω δυνάμεις και να φτάσω, έστω και στο παραλίγο, μέχρι το τέρμα.
Της ζήτησα πέντε λεπτά καιρό να το σκεφτώ και μου επέτρεψε να το σκεφτώ όσο θέλω. Όταν της ανακοίνωσα πως, παρά την κατάστασή μου, σκέφτομαι τελικά να συνεχίσω, μου απάντησε με φυσικότητα πως ήταν σίγουρη ότι έτσι θα έκανα. Με εξέπληξε γι’ άλλη μια φορά. Δεν φανταζόμουν πως οι λίγες κουβέντες που είχαμε ανταλλάξει θα της επέτρεπαν πρόσβαση στην ιδιοσυγκρασία μου. Ή εκτός από διατροφολόγος ήταν και ψυχολόγος ή παραήμουν προφανής χαρακτήρας.
Δεν μετάνιωσα που συνέχισα. Η τύχη μου επιφύλαξε νέες εμπειρίες και νέες γνωριμίες, αρκετές για να γραφτεί κάποτε κι ένα δεύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Οι συγκυρίες ανταμείβουν αλλιώς όσους δεν έχουν τις δυνατότητες να διεκδικούν αξιόλογη θέση στις κατατάξεις. Αλλά δεν νομίζω πως θα έφτανα μέχρι εκεί, ούτε πως θα απολάμβανα αυτής της συγκυρίας, που τόσο σημαντική υπήρξε στην μετέπειτα πορεία μου. Χωρίς την Ειρήνη δεν θα έχανα απλώς τον αγώνα στον Ταΰγετο, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, μ' έναν τρόπο που μόνο ο νόμος των πιθανοτήτων και της εναλλακτικής ιστορίας που δεν θα μάθουμε ποτέ γνωρίζει. Γι’ αυτό και νομίζω πως το πρώτο μέρος αυτού του αγώνα δικαιούται την αυτοτέλειά του.


Τερμάτισα, λοιπόν, τον αγώνα στον Ταΰγετο, ενώ αυτή όχι. Τερμάτισα έκτοτε ένα πλήθος αγώνων, στους οποίους αυτή δεν συμμετείχε. Αλλά, λίγους μόνο μήνες μετά, θα έβλεπα το όνομά της ξανά στις πρώτες θέσεις διάφορων αγώνων. Τον ίδιο κιόλας Σεπτέμβριο, στον ορειβατικό μαραθώνιο του Ολύμπου, απόρησα πως και δεν την είχα συναντήσει, αλλά εντοπίζοντας τη θέση της στην κατάταξη κατάλαβα πως, στο εξής, μόνο τυχαία θα μπορούσα να την συναντήσω, λίγο πριν ή λίγο μετά, αλλά ποτέ κατά τη διάρκεια κάποιου αγώνα.
Η Ειρήνη Χριστάκη
Υπάρχει σοφία στο να διδάσκεσαι από τις εμπειρίες σου. Υπάρχει μεγαλύτερη σοφία στο να μπορείς να διδαχτείς από τις εμπειρίες των άλλων. Στέλνω διαδικτυακά συγχαρητήρια στην Ειρήνη, όταν βλέπω το όνομά της σε κάποια πρωτιά ή σε κάποια καλή θέση. Χαμογελώ με συμπάθεια, κάθε που συμβαίνει αυτό. Είναι λιγάκι δύσκολο να δεχτείς πως μπορεί κάποιος να προοδεύει, ενώ εσύ παραμένεις καθηλωμένος, ακόμα κι αν γνωρίζεις την εξήγηση. Η αυτοπειθαρχία φέρνει καλύτερα αποτελέσματα από τον παρορμητισμό. Η Ειρήνη φρόντιζε τον εαυτό της κι αυτός της το ανταπέδιδε, τη στιγμή που εγώ δεν είχα την παραμικρή ιδέα αν ο αιματοκρίτης μου ήταν ικανός, όχι για πολύωρους, αλλά ούτε καν για μικρούς αγώνες.
Δυστυχώς, δεν είμαι σοφός. Ούτε καν στο βαθμό να μπορώ να χρησιμοποιώ τα γνωστικά μου εφόδια. Επιδιώκω να μοιράζομαι τις όποιες εμπειρίες μου, έτσι ώστε κάποιοι άλλοι να επωφελούνται απ’ αυτές και να μην αισθάνομαι πως πάνε χαμένες. Ο χαρακτήρας μου παραμένει προφανής, τουλάχιστον για έναν ευφυή άνθρωπο. Δεν άλλαξα πολύ από τότε. Κι αν είχα πάλι την ευκαιρία να ξαναβρεθώ στο ίδιο δίλημμα, πάλι το ίδιο θα συνέβαινε. Θα έπαιρνα λίγο χρόνο, όχι για να το σκεφτώ, αλλά για να βεβαιωθώ πως πονά περισσότερο το να παρατήσω παρά να συνεχίσω τον αγώνα και θα επέλεγα να συνεχίσω. Αν η Ειρήνη διαβάζει αυτές τις γραμμές, την φαντάζομαι να παίρνει το ίδιο συγκαταβατικό χαμόγελο και να αισθάνεται σίγουρη πως, έτσι θα έκανα.

   Τον γυρισμό της μιας ώρας, μέχρι την Μεσσήνη, δεν τον κατάφερα μονομιάς. Η αδρεναλίνη υποχωρούσε και παραδινόμουν σε μια κούραση που ζητούσε την αποζημίωσή της. Το κεφάλι μου γύριζε και τα μάτια μου έκλειναν. Ένιωσα πως δεν έχω παραπάνω από πέντε λεπτά περιθώριο. Έπρεπε, το ταχύτερο, να βγω από το στενό δρόμο και να σταματήσω το αυτοκίνητο, πριν πέσω στο τιμόνι. Έστριψα σ’ ένα μικρό ανηφόρι και στάθηκα κάτω από τη σκιά ενός μοναχικού δέντρου. Έγειρα πίσω και κοιμήθηκα αμέσως. Τα γεγονότα της ημέρας στροβιλίστηκαν σε μια πολύχρωμη δίνη, πριν σκοτεινιάσουν κάτω από τα κλειστά βλέφαρα.
Στην αρχή της ημέρας είχα σκεφτεί πως, κάπως έτσι, είναι ο θάνατος. Λίγο πριν βυθιστώ σ’ έναν ύπνο που του έμοιαζε πολύ, σκέφτηκα πως, κάπως έτσι, είναι η ζωή.

4 σχόλια:

  1. Βασίλη,

    Αν δεν είχα γνωρίσει το Ορεινό Τρέξιμο και διάβαζα το άρθρο σου, θα ξεκινούσα ευθύς αμέσως!!

    Επειδή όμως το γνωρίζω, φεύγω ΤΩΡΑ για προπόνηση στο Βουνό!!

    Νάσαι γερός.Σ΄ευχαριστούμε που μοιράζεσαι μαζί μας τις εμπειρίες σου...

    Χρήστος Δ. Κατσάνος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τέτοια μας κάνεις Βασίλη και εκει ,που μας έχει πάρει από κάτω λόγω τραυματισμού , διαβάζω τα κείμενα σου και παίρνω κουράγιο να συνεχίσω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βασίλη αν και δεν σε γνωρίζω προσωπικά μέσω αυτών των άρθρων μου επιβεβαιώνεις τους λόγους για την αγάπη μας προς το τρέξιμο. Συνέχισε να γράφεις. Ιστολόγια που να αγκαλιάζουν πνευματικα τον δρομέα λιγα υπάρχουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είσαι μεγάλος. Είσαι τρανός. Είσαι ο ένας και μοναδικός ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΡΙΛΛΙΔΗΣ


    Ο θαυμαστής σου,

    Λαμπρινός Καραγιάννης

    ΑπάντησηΔιαγραφή